Μοναστήρι – Βεργουβίτσα – Οι ρίζες


Η Ελ­λη­νι­κή οικο­γέ­νεια α­πο­τε­λού­σε πά­ντο­τε έ­να φά­ρο φω­το­δό­τη τής κοι­νω­νί­ας, του πο­λι­τισμού και της ι­στο­ρί­ας μας. Μέ­σα α­πό τους κόλ­πους της ξε­πή­δη­σαν ά­ξιοι ερ­γάτες τής γης, ε­πι­στή­μο­νες, τε­χνί­τες, ι­κα­νοί ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ες κ.ά. που με την προ­σω­πι­κή τους α­ξιο­σύ­νη, το α­νε­πα­νά­λη­πτο ή­θος και την αν­θρω­πιά τους συ­νέβα­λαν τα μέ­γι­στα στην ά­νο­δο του κοι­νω­νι­κού, οι­κο­νο­μι­κού και πο­λι­τι­σμι­κού ε­πι­πέ­δου της χώ­ρας μας.

Η οι­κο­γέ­νεια ως θε­σμός αλ­λά και ως σύμ­βο­λο, α­πο­τε­λεί στα­θε­ρά το ι­σχυ­ρό­τερο θε­μέ­λιο, την πιο στέ­ρε­η βά­ση της κοι­νω­νι­κής δο­μής και ορ­γά­νω­σης.
Α­ξί­ζει να ε­νη­με­ρώ­νε­ται σή­με­ρα η το­πι­κή κοι­νω­νί­α αλ­λά και η ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή για την προ­σω­πι­κή ι­στο­ρί­α Ελ­λη­νι­κών Οι­κο­γε­νειών που έ­βα­λαν τη δι­κή τους σφρα­γί­δα με την δρά­ση και την γε­νι­κό­τε­ρη κοι­νω­νι­κή τους πα­ρου­σί­α.
Ή­ταν κα­λο­καί­ρι του 1985 στη Βεργουβίτσα.

Η δροσιά τού πλάτανου στην πλατεία τού χωριού και το κρυ­στάλ­λι­νο νερό τής πηγής κάλεσε τους θαμώνες τού καφενείου να ξαποστάσουν από τον καυτό ήλιο. Τη μονοτονία τής κα­φε­νό­βιας συντροφιάς άλλαζε πότε - πότε κάποιος νέος επισκέπτης.
Κείνη τη μέρα βρέθηκε στη παρέα ο Γιώρ­γος Ρό­ζος με­τα­νά­στης α­πό την Αυ­στρα­λί­α που μετά από αρκετά χρόνια επισκέφτηκε τη γενέτειρά του.
Αρκετοί χωριανοί μαζεύτηκαν για να μάθουν τα νέα της ξενιτιάς καθώς και ο μπάρ­μπα Χρή­στος Σα­μα­ράς συγ­γρα­φέ­ας δύ­ο βι­βλί­ων για την το­πι­κή ι­στο­ρί­α.
Ο Χρή­στος Σα­μα­ράς βρί­σκο­ντας την ευ­και­ρί­α, του ά­ρε­σε πά­ντα να α­φη­γεί­ται ι­στο­ρί­ες α­πό τα πα­λιά και απ’ αυ­τές που έ­ζη­σε αλ­λά και απ’ αυ­τές που του δι­η­γή­θη­καν. Έτσι γνώ­ρι­ζε αρ­κε­τά για τις οι­κο­γέ­νειες της Βερ­γου­βί­τσας.
Η συ­ζή­τη­ση κεί­νη τη μέ­ρα, έ­φε­ρε στην κου­βέ­ντα τους Ρο­ζέ­ους της Βερ­γου­βί­
τσας και προ­σω­πι­κό­τη­τες της πα­λιάς ε­πο­χής. Έ­χο­ντας κι εγώ την ί­δια πε­ριέρ­γεια με τον μπάρμπα Χρή­στο για το κρυ­φό πα­ρελ­θόν και την ξε­χα­σμέ­νη ι­στο­ρί­α, α­πο­φά­σι­σα έ­στω και κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, να προ­σθέ­σω μερικές σε­λί­δες στην το­πι­κή μας ι­στο­ρί­α.
Τα λί­γα χει­ρό­γρα­φα του αείμνηστου Χ. Σαμαρά, μα­ζί με διά­φο­ρα έγ­γρα­φα, δια­θή­κες και πα­λαιά συμ­βό­λαια βο­ή­θη­σαν στην συγ­γρα­φή του βι­βλί­ου αυ­τού.
Με αφορμή τη διήγηση του μπάρμπα Χρήστου ΣαμαράΕί­ναι σω­στό να βρί­σκε­ται κά­ποιος να γρά­φει την ξε­χω­ρι­στή ι­στο­ρί­α του τό­που του, του χω­ριού του. Οι ξε­χω­ρι­στές αυ­τές α­να­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν εί­ναι χρή­σι­μες, για­τί συ­ντε­λούν στην πο­λι­τι­στι­κή και κοι­νω­νι­κή α­νά­πτυ­ξη του τό­που, ώ­στε οι στερ­νοί να πα­ρα­δειγ­μα­τί­ζο­νται α­πό τους προ­γε­νέ­στε­ρους, που έ­δω­σαν έ­να πο­λύ­τι­μο «πα­ρόν». Απ’ αυ­τούς τους προ­γε­νέ­στε­ρους που ή­σαν σε­μνοί, φι­λο­σο­φη­μέ­νοι, σι­γο­μί­λη­τοι, που αν και α­γράμ­μα­τοι, ή­σαν δά­σκα­λοι της προ­ό­δου, του ω­ραί­ου και του η­θι­κού. Με την ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τά τους στό­λι­σαν τα χω­ριά με εκ­κλη­σί­ες, σχο­λεί­α, βρύ­σες, βι­βλιο­θή­κες κ.α.
Βλέ­πο­ντας ο κα­θέ­νας την ι­στο­ρι­κή πο­ρεί­α του χω­ριού του, βρί­σκει οι­κο­γέ­νειες που χά­θη­καν μέ­σα στο χρό­νο, αλ­λά η α­ξιο­σύ­νη τους στο χω­ριό α­ντα­να­κλού­σε στην Ελ­λά­δα που έ­φτια­ξε την Ευ­ρώ­πη και αυ­τή την Υ­φή­λιο.
Ό­ταν η η­λι­κί­α μου έ­φτα­σε σε ακ­μή (1925-1940) με κα­τεί­χε μια πε­ριέρ­γεια για το πα­ρελ­θόν, έ­τσι ο­δη­γή­θη­κα στο να δη­μιουρ­γή­σω έ­να φι­λι­κό κύ­κλο α­πό γέ­ρους που εί­χαν γεν­νη­θεί με­τα­ξύ 1845 και 1860 α­κού­γο­ντας τις ι­στο­ρί­ες των παπ­πού­δων τους, που ή­σαν α­γω­νι­στές του ’21. Ο κύ­κλος ε­κεί­νων των γε­ρό­ντων (ε­βδο­μη­ντά­ρη­δων - ο­γδο­ντά­ρη­δων και πα­ρα­πά­νω) μου φέρ­νει μια βα­θιά συ­γκί­νη­ση, για τις ι­στο­ρί­ες που μου λέ­γα­νε τις πα­λιές κεί­νες μέ­ρες. Έ­βλε­πες ε­κεί­να τα γε­ρό­ντια που ’ξε­ραν μό­νο α­νά­γνω­ση και γρα­φή – ό­χι κι ό­λοι τους – να σε κου­βε­ντιά­ζουν μ’ έ­να γλυ­κό χα­μό­γε­λο και στις ε­ρω­τή­σεις μου ά­κου­γα τις σταθ­μι­σμέ­νες γνώ­μες τους και τις κρυ­στάλ­λι­νες συμ­βου­λές τους. Γε­νι­κά ή­σαν άν­θρω­ποι που τι­μού­σαν την κοι­νή γε­νέ­τει­ρα με το υ­ψη­λό τους ή­θος.
Με την α­να­δρο­μή αυ­τή στο πα­ρελ­θόν, έμαθα για πολ­λές οι­κο­γέ­νειες που συ­νέ­δρα­μαν στην ι­στο­ρί­α του τό­που μας και των οποίων η φή­μη η­χεί μέ­χρι σή­με­ρα.
Συμ­με­τεί­χαν στην ε­πα­νά­στα­ση του ’21 προ­σφέ­ρο­ντας, τό­σο τις πο­λε­μι­κές υ­πη­ρε­σί­ες τους, ό­σο και οι­κο­νο­μι­κές για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του έ­θνους, ενώ συ­νέ­δρα­μαν στην πολι­τι­στι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή α­νά­πτυ­ξη α­φή­νο­ντας έρ­γα - μνη­μεί­α (εκ­κλη­σί­ες, σχο­λεί­α) στα χω­ριά τους και αρ­κε­τά άλ­λα, που σή­με­ρα βλέ­που­με και θαυ­μά­ζουμε.
Α­πό τις οι­κο­γέ­νειες αυ­τές, μί­α ξεχώρισε στη δια­κο­σά­χρο­νη πο­λυ­κύ­μα­ντη ι­στο­ρί­α του χω­ριού Βερ­γου­βί­τσα (Μο­να­στή­ρι). Α­πό πα­λιά, τα μέ­λη αυ­τής της οι­κο­γέ­νειας, ε­κτός α­πό τις πο­λε­μι­κές τους υ­πη­ρε­σί­ες, συ­ντέ­λε­σαν στην πνευ­μα­τι­κή ά­νο­δο των κα­τοί­κων και στο στό­λι­σμα του χω­ριού με α­πα­ραί­τη­τα έρ­γα με αντανάκλαση ό­χι μό­νο για την ε­πο­χή τους αλ­λά μέ­χρι και σή­με­ρα..
Αυ­τή εί­ναι η οι­κο­γέ­νεια των Ρο­ζέ­ων.

Η δη­μιουρ­γί­α των ε­πω­νύ­μων

Tο επώνυμο Rozos εμφανίζεται στην Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Αυτό το επώνυμο είναι το πιο ευρέως διαδεδομένο επώνυμο σε παγκόσμια κλίμακα. Κατέχει περίπου 1 στα 9.942.082 άτομα. Το επώνυμο βρίσκεται κυρίως στην Ευρώπη, όπου κατοικεί
 το 83% των Ρόζων.
Εκτός από την Ελλάδα, ο Ρόζος υπάρχει σε 15 χώρες. Είναι επίσης κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διαμένουν το 11% και στην Ισπανία, όπου και το 4%.Κα­τά την τουρ­κο­κρα­τί­α και τις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες με­τά την ε­πα­νά­στα­ση λί­γα ε­πώ­νυ­μα δια­τη­ρού­νταν α­πό τη μια γε­νιά στην άλ­λη. Συ­νή­θως, ό­πως συ­νέ­βαι­νε και στην αρ­χαιό­τη­τα, τα παι­διά έ­παιρ­ναν ως ε­πώ­νυ­μο το μι­κρό ό­νο­μα του πα­τέ­ρα τους σε πτώ­ση γε­νι­κή (π.χ. ο Γιάν­νης το παι­δί του Βα­σί­λη ο­νο­μα­ζό­ταν Γιάν­νης Βα­σι­λεί­ου. Ο Χρή­στος, το παι­δί του Α­πο­στό­λη, ο­νο­μα­ζό­ταν Χρή­στος Α­πο­στό­λου κ.λ.π.). Τρεις γε­νιές λοι­πόν συ­νή­θως εί­χαν τρί­α δια­φο­ρε­τι­κά ε­πώ­νυ­μα. Αν ο παπ­πούς λε­γό­ταν Α­να­γνώ­στης Α­θα­να­σί­ου, το παι­δί Βα­σί­λειος Α­να­γνώ­στου και το εγ­γό­νι Πέ­τρος Βα­σι­λεί­ου. Απ’ αυ­τό α­ντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πό­σο δύ­σκο­λη εί­ναι η α­να­ζή­τη­ση του οι­κο­γε­νεια­κού δέν­δρου μιας οι­κο­γέ­νειας.
Α­κό­μα η με­τα­βο­λή του ε­πω­νύ­μου ή­ταν κα­θιε­ρω­μέ­νη στις οι­κο­γέ­νειες των ιε­ρέ­ων (π.χ. τα παι­διά του ιε­ρέ­α Κων­στα­ντί­νου Α­θα­να­σό­που­λου έ­παιρ­ναν το ε­πώ­νυ­μο Πα­πα­κων­στα­ντί­νου, τα παι­διά του ιε­ρέ­α Χρή­στου έ­παιρ­ναν το ε­πώ­νυ­μο Πα­πα­χρι­στό­που­λος).
Ε­πί­σης τα ο­νό­μα­τα που εί­χαν οι άν­θρω­ποι τις πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές ί­σως χα­ρα­κτή­ρι­ζαν αυ­τούς και α­πό το ε­πάγ­γελ­μα που έ­κα­ναν, από την προ­έ­λευ­σή τους (άλ­λο κρά­τος - φυ­λή), τον χα­ρα­κτή­ρα τους κ.τ.λ. Α­πό πλη­ρο­φο­ρί­ες που πή­ρα­με α­πό το κέ­ντρο α­να­ζή­τη­σης της Ι­στο­ρί­ας – τμή­μα ε­πω­νύ­μων – των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών Α­με­ρι­κής, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι το ό­νο­μα «Ρό­ζος» περισσότερο στην Ελ­λά­δα. Επίσης, ο­νό­μα­τα ό­πως Rozo(s) υ­πάρ­χουν στην Κα­λα­βρί­α της Νό­τιας Ι­τα­λί­ας, πε­ριο­χή που κα­τοι­κεί­το α­πό Έλ­λη­νες και χα­ρα­κτη­ρί­ζει αυ­τούς που καλ­λιερ­γού­σαν τρια­ντά­φυλ­λα (roza). (H ερ­μη­νεί­α της λέ­ξης «ρό­ζος» στην Ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ση­μαί­νει το σκλη­ρό ε­ξό­γκω­μα του ξύ­λου.
Τέ­λος, άλ­λα ο­νό­μα­τα πι­θα­νόν χα­ρα­κτή­ρι­ζαν την προ­έ­λευ­ση των αν­θρώ­πων, που ί­σως εί­χαν ρί­ζες α­πό κά­ποιο άλ­λο λα­ό, π.χ. το ε­πώ­νυμο Σερ­βές (Σέρβος), το ε­πώ­νυ­μο Ι­σπα­ναί­ος - ε­ξέ­χουσας οι­κο­γέ­νειας α­πό την Α­ρά­χο­βα που τώ­ρα έ­χει γί­νει Σπα­νός - δη­λώ­νει την κα­τα­γω­γή «Ι­σπα­νός», το ε­πώ­νυμο Δε­λού­κας που πα­ρέρ­χε­ται α­πό την ε­πο­χή των Φρά­γκων και εί­ναι σύν­θε­το απο­τε­λού­με­νο α­πό δύ­ο μέ­ρη Ντε – Λού­κας, κ.λ.π..
Το ό­νο­μα Ρό­ζος το συ­να­ντά­με σε πολ­λά μέ­ρη της Ελ­λά­δας, στο Μέ­τσο­βο, στο Πόρ­το Χέ­λι, στο Αί­γιο, στην Πά­τρα κ.λπ. Η οι­κο­γε­νεια­κή πα­ρά­δο­ση λέ­ει, ό­τι πο­λύ πριν την ε­πα­νά­στα­ση τού ’21 οι Ρο­ζέ­οι ήλ­θαν α­πό την πε­ριο­χή του Με­τσό­βου της Η­πεί­ρου στην Βερ­γου­βί­τσα. Αυ­τό έ­χει μια λο­γι­κή αιτιολόγη­ση, α­φού στο Μέ­τσο­βο υ­πάρ­χουν σή­με­ρα πολ­λοί Ρο­ζέ­οι. Μά­λι­στα, πριν με­ρι­κές δε­κα­ε­τί­ες, δή­μαρ­χος του Με­τσό­βου ή­ταν κά­ποιος Γε­ώρ­γιος Ρό­ζος.
Ε­δώ α­ξί­ζει να δι­η­γη­θού­με μια ι­στο­ρί­α σχε­τι­κή με το Μέ­τσο­βο.
Κά­ποιο κα­λο­καί­ρι (το ’70 ή το ’71) βρέ­θη­κε στο Μέ­τσο­βο ο Πα­να­γής Αγ­γ. Ρό­ζος α­πό την Αι­γεί­ρα. Ό­ταν έ­μα­θε ό­τι ο Δή­μαρ­χος του Με­τσό­βου λε­γό­ταν Ρό­ζος α­πο­φά­σι­σε να πά­ει να τον συ­να­ντή­σει. Ο δή­μαρ­χος τον δέ­χτη­κε με εν­δια­φέ­ρον στο γρα­φεί­ο του και εί­παν τις ι­στο­ρί­ες τους για τους Ρο­ζέ­ους. Μό­λις άρ­χι­σε να δη­μιουρ­γεί­ται έ­να πο­λύ κα­λό φι­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον, ο Πα­να­γής δεν ά­ντε­ξε και του έ­κα­νε μια ε­ρώ­τη­ση : “Δή­μαρ­χε ό­λα κα­λά και ω­ραί­α με τους Ρο­ζέ­ους, αλ­λά ε­μείς ε­κεί κά­τω στην Α­χα­ΐ­α εί­μα­στε Δη­μο­κρα­τι­κοί, ε­σύ πως και εί­σαι με αυ­τούς;” (Ή­ταν πε­ρί­ο­δος της δι­κτα­το­ρί­ας και οι Δή­μαρ­χοι ή­ταν διο­ρι­σμέ­νοι του καθεστώτος). Ο Δή­μαρ­χος δεν μί­λη­σε, πα­ρά σή­κω­σε το τη­λέ­φω­νο. Ο Πα­να­γής πά­γω­σε νο­μί­ζο­ντας ό­τι κα­λού­σε την α­στυ­νο­μί­α. Οι μο­να­δι­κές λέ­ξεις που ά­κου­σε να λέ­ει ο δήμαρ­χος στον ά­γνω­στο συ­νο­μι­λη­τή του ή­ταν: “έ­λα Βαγ­γέ­λη, εί­σαι σπί­τι, θα έλ­θω με έ­ναν φί­λο”. Ο Πα­να­γής ξα­λά­φρω­σε αλ­λά και α­πό­ρη­σε. Σε λί­γο, οι δυο τους διά­βαι­ναν την πόρ­τα ε­νός πα­λιού αρ­χο­ντι­κού. Στο σα­λό­νι τους περί­με­νε ο Ευάγ­γε­λος Α­βέ­ρωφ, ο ο­ποί­ος α­νέ­λα­βε να ε­ξη­γή­σει στον μα­κρι­νό «συγ­γε­νή» του φί­λου Δη­μάρ­χου, ό­τι δέ­χτη­κε να γί­νει ο Ρό­ζος δή­μαρ­χος, για να μην πά­ει κά­ποιος άλ­λος που θα έ­κα­νε ζη­μί­α στο Μέ­τσο­βο.

Θέ­ση του χω­ριού

Το χω­ριό Βερ­γου­βί­τσα (Μο­να­στή­ρι), γε­νέ­τει­ρα των Ρο­ζέ­ων, βρί­σκε­ται στο βό­ρειο μέ­ρος της Πε­λο­πον­νή­σου στο Νο­μό Α­χα­ΐ­ας με με­ρι­κή θέ­α στον Κο­ριν­θια­κό κόλ­πο. Εί­ναι ο­ρει­νό χω­ριό χτι­σμέ­νο στις πλα­γιές του ό­ρους Ευ­ρω­στί­να (Μα­γκλα­βάς – η σλά­βι­κη προ­φα­νώς ο­νο­μα­σί­α του), σε υ­ψό­με­τρο α­πό 600 έ­ως 700 μέ­τρων και α­πέ­χει 14 χι­λιό­με­τρα α­πό την πα­ρα­λί­α της Αι­γεί­ρας. Για να φτά­σου­με στο χω­ριό περ­νά­με α­πό τον οι­κι­σμό Λα­μπι­νός, στη συ­νέ­χεια συ­να­ντού­με την αρ­χαί­α Αι­γεί­ρα (Παλιόκαστρο), με­τά το χω­ριό Αι­γές (Βλο­βω­κά) και κα­τό­πιν την Βερ­γου­βί­τσα.
Α­κο­λου­θεί η Σε­λιά­να, το Πε­ρι­θώ­ρι, η Ε­ξο­χή (Α­ρά­χο­βα). Η δια­δρο­μή εί­ναι ευ­χά­ρι­στη μέ­σα α­πό πρά­σι­νο, κα­ταρ­ρά­κτες νε­ρού, πέ­τρι­νες βρύ­σες, ­δά­σος και ό­μορ­φη θέ­α.
Για το ό­νο­μα του χω­ριού, η πα­ρά­δο­ση δεν εί­ναι σα­φής για το πώς προ­ήλ­θε. Ί­σως να προ­έρ­χε­ται α­πό την ε­πο­χή της ε­γκα­τά­στα­σης των Σλά­βων στην Πε­λο­πόν­νη­σο. Σαν στοι­χεί­ο μπο­ρούμε να πά­ρου­με την ο­νο­μα­σί­α μιας κω­μο­πό­λε­ως που υ­πάρ­χει στην Βουλ­γα­ρί­α με το ό­νο­μα Berkovitsa στην πε­ριο­χή Μontana κο­ντά στα σύ­νο­ρα με την Σερ­βί­α και, ό­πως γνω­ρίζου­με, η πε­ριο­χή αυ­τή των Βαλ­κα­νί­ων για ε­κα­το­ντά­δες χρό­νια κα­τοι­κεί­ται από Σλά­βους. Πιθανόν είναι, λοιπόν, να πήρε το χωριό το όνομά του από κάποιον αρχηγό των Σλάβων, π.χ. Βέργοβιτς. ­
Εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι και η ά­πο­ψη – λο­γο­παί­γνιο του Χρή­στου Σα­μα­ρά με τη συ­νέ­νω­ση των λέ­ξε­ων «Βέρ­γα» και «Βί­τσα» (η γε­ω­μορ­φο­λο­γί­α του χω­ριού ξε­κινά α­πό έ­να πλά­τω­μα που στε­νεύ­ει στην άλ­λη ά­κρη).

Τούρκοι και Ενετοί...

Α΄ Τουρκο­κρα­τί­α 1458-1685)
Το 1458 κα­τα­λαμ­βά­νε­ται η Πε­λο­πόν­νη­σος α­πό τους Τούρ­κους.
Οι Τούρ­κοι κα­τά την κυ­ριαρ­χί­α τους στην Πε­λο­πόν­νη­σο εί­χαν ε­πι­τρέ­ψει την αυ­το­διοί­κη­ση των Ελ­λή­νων και δεν πε­ριό­ρι­ζαν την θρη­σκευ­τι­κή ε­λευ­θε­ρί­α. Ό­μως το σκλη­ρό γαιο­κτη­τι­κό κα­θε­στώς και η βα­ριά φο­ρο­λο­γί­α που ε­πέ­βα­λαν, δη­μιούρ­γη­σαν ά­σχη­μες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης.
Πη­γές για τις συν­θή­κες που ε­πι­κρα­τού­σαν κα­τά την Α΄ Τουρ­κο­κρα­τί­α και κυρί­ως της πε­ριο­χής μας δεν υ­πάρ­χουν. Η μό­νη πη­γή έρ­χε­ται α­πό χει­ρό­γρα­φο με χρο­νο­λο­γί­α 1793, του Εμ­μα­νου­ήλ Σκαρ­πέ­τη ε­μπό­ρου, το ο­ποί­ο σώ­ζε­ται στη Μο­νή Ταξιαρ­χών Αι­γί­ου που α­να­φέ­ρει ό­τι γεν­νή­θη­κε στην Α­ρά­χο­βα το 1748.
Στο χει­ρό­γρα­φο αυ­τό ο Εμ­μ. Σκαρ­πέ­της γρά­φει ό­τι το χω­ριό Α­ρά­χο­βα την ε­πο­χή ε­κεί­νη (της Α΄ Τουρ­κο­κρα­τί­ας) ή­ταν ι­διο­κτη­σί­α κά­ποιας Σουλ­τά­νας και α­πο­κα­λεί­το και «Σουλ­τά­να».

Η ρί­ζα...

Ο Α­ντώ­νης Ρό­ζος (1705) όπως φαίνεται εί­ναι ο πρώ­τος Ρό­ζος Βερ­γου­βι­τσιώ­της α­πό ε­πί­ση­μη πη­γή.
ΠΑΝΑΓΗΣ ΡΟΖΟΣ
Αν πε­ρι­γρά­ψου­με το χα­ρα­κτή­ρα του μπο­ρού­με να πού­με ό­τι ή­ταν σο­βα­ρός φι­λα­λή­θης και συ­μπαθής στο χω­ριό του. Η γνώ­μη του ή­ταν σε­βα­στή ό­χι μό­νο στους Βερ­γου­βι­τσιώ­τες αλ­λά και στα γύ­ρω χω­ριά (υ­πό­θε­ση ο­ρί­ων Ευ­ρω­στί­νας).
Ο Α­ντώ­νης Ρό­ζος εί­χε γιό τον Βα­σί­λη. Για άλ­λα παι­δί­α δεν γνω­ρί­ζου­με
Γιάν­νης Ρό­ζος (1760)
Εί­χε γιο τον Θα­νά­ση Ι. Ρό­ζο (1790).
Ο Θα­νά­σης Ι. Ρό­ζος συμ­με­τεί­χε στον α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό α­γώ­να και αποδεικνύεται από το πι­στο­ποι­η­τι­κό του ο­πλαρ­χη­γού Νι­κο­λά­ου Πε­τμε­ζά πε­ρί της δρά­σε­ώς του κα­τά το 1821, με η­με­ρο­μη­νί­α 24 Ια­νουα­ρί­ου 1823. Για α­πο­γό­νους του ο­πλαρ­χη­γού Θα­νά­ση Ρό­ζου δεν γνω­ρί­ζου­με.
Α­πό συμ­βό­λαια πε­ρί το 1890, βρίσκουμε Θα­νά­ση Ρό­ζο Βερ­γου­βι­τσιώ­της, έ­χο­ντας γιους τον Α­λέ­ξη, Κώ­στα, Γιάν­νη Σπύ­ρο και Γιώρ­γο (Ια­τρό). Ως α­δελ­φούς και κληρο­νό­μους του Α­θα­να­σί­ου Ρό­ζου α­να­φέ­ρο­νται στο 589 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιογρά­φου Σε­λιά­νας Χρή­στου Ρη­γό­που­λου το έ­τος 1899. Ε­πί­σης στο 9953 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Σε­λιά­νας Χρή­στου Γιαν­νού­λη, α­να­φέ­ρε­ται ως μάρ­τυ­ρας ο Γε­ώρ­γιος Αθ. Ρό­ζος Ια­τρός κά­τοι­κος Βερ­γου­βί­τσας.
Τα ονόματα Θα­νά­σης και Γιάν­νης που συναντάμε στα παραπάνω συμ­βο­λαία, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μπορεί να είναι α­πό­γο­νοι του ο­πλαρ­χη­γού του ΄21 Α­θα­να­σί­ου Ι. Ρό­ζου χωρίς όμως αυτό να αποδεικνύεται.
Ο Σπύ­ρος Αθ. Ρό­ζος ή­ταν ά­γα­μος. Α­πό­γο­νοι του Γιάν­νη και Γιώρ­γου με­τοί­κη­σαν α­πό την Βερ­γου­βί­τσα προς του Αι­γί­ου τα μέ­ρη.
Α­πό τον Α­λέ­ξη Αθ. Ρό­ζο έ­χου­με δύ­ο Κό­ρες τη Α­λε­ξάν­δρα και τη Βα­σι­λι­κή. Α­πό το 589 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Σε­λιά­νας - Φελ­λό­ης Χρή­στου Ρη­γό­που­λου το 1899 πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ό­τι ο Α­λέ­ξης εί­χε πα­ντο­πω­λεί­ο στην πα­ρα­λί­α Αι­γεί­ρας.
Α­πό τον Κώ­στα Αθ. Ρό­ζο έ­χου­με τον Θα­νά­ση ο ο­ποί­ος έ­με­νε στην Αι­γεί­ρα, τον Αγα­μέ­μνων που α­πε­βί­ω­σε με­τα­νά­στης στην Α­με­ρι­κή στις αρ­χές του αιώ­να, τον Αν­δρέ­α που διέ­με­νε στην Πά­τρα και δύ­ο κό­ρες την Χα­ρί­κλεια και Πα­να­γιώ­τα που πα­ντρεύ­τη­καν στο Αί­γιο.
Α­πό τον Θα­νά­ση που ή­ταν κά­τοι­κος Αι­γεί­ρας και Βερ­γου­βί­τσας έ­χου­με τον Αγα­μέ­μνο­να, την Πα­ρα­σκευ­ή και την Ε­λέ­νη που δια­μέ­νουν στην Αι­γεί­ρα.
Βα­σί­λειος Ρό­ζος (1735) Γιός του Α­ντώ­νη, ό­πως α­πο­δει­κνύ­ε­ται α­πό παλαιά έ­γρα­φα εί­χε γιους τον Χρή­στο που έ­γι­νε πα­πάς και τον Γιώρ­γη. Ε­πί­σης υ­πάρ­χει και Α­να­γνώ­στης Ρό­ζος το 1828 χω­ρίς να γνω­ρί­ζου­με το πα­τρώ­νυ­μό του.
Οι Πα­πα- Χρή­στος Β. Ρό­ζος και Α­να­γνώ­στης Ρό­ζος α­πό δη­μό­σια έγ­γρα­φα που υ­πο­γρά­φουν, στις 12 Ια­νουα­ρί­ου 1828 ε­κλέ­γο­νται δη­μο­γέ­ρο­ντες στα Χά­σια {Τα χω­ριά του Δή­μου Φελ­λό­ης (συλ­λο­γή Βλα­χο­γιάν­νη φ. 272 φακ. Πε­τμε­ζέ­ων). Οι Δη­μο­γέ­ρο­ντες ε­κλέ­γο­νταν α­πό τους πο­λί­τες η­λι­κί­ας ά­νω των 25. Ε­κλό­γι­μοι ή­σαν οι πο­λί­τες ά­νω των 35 ε­τών και αυ­τοί που πλή­ρω­ναν τους πε­ρισ­σό­τε­ρους φό­ρους.}
Πα­παΧρή­στος Ρό­ζος (1760) Τον Πα­πα­-Χρηστο Ρό­ζο Ιε­ρέ­α, α­να­φέ­ρουν τα υπ’ α­ριθ. 16 και 174 συμ­βό­λαια, του συμ­βο­λαιο­γρα­φεί­ου Νω­νά­κρι­δος. Το υπ΄ α­ρίθ. 160 του 1838 του ι­δί­ου συμ­βο­λαιο­γρα­φεί­ου τον α­να­φέ­ρει ως “Χρί­στον Οι­κο­νό­μον του Βα­σι­λεί­ου Ε­φη­μέ­ριο”. Το νέ­ο ε­πώ­νυ­μο του δι­νό­ταν α­πό τον εκ­κλη­σια­στι­κό τί­τλο “Οι­κο­νό­μος” που του εί­χε α­πο­νε­μη­θεί.
Ο Πα­πα-Χρή­στος Ρό­ζος ή Πα­πα­χρι­στά­κης, ή­ταν έ­ντο­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα με με­γά­λο πό­θο για ε­λευ­θε­ρί­α και πριν την ε­πα­νά­στα­ση τις Κυ­ρια­κές στον Α­ϊ Νι­κό­λα με­τά τη λει­τουρ­γί­α (δεν εί­χε κτι­στεί α­κό­μα η Πα­να­γί­α), έ­βγα­ζε λό­γους κα­τά των Τούρ­κων. Ένα προεπαναστατικό γεγονός που συνέβη με το Παπαχριστάκη λέγεται μέχρι και σήμερα.
Τότε που οι ει­σπρά­κτο­ρες των φό­ρων έ­φτα­ναν στην Βερ­γου­βί­τσα, οι κά­τοι­κοι για να μην πλη­ρώ­σουν έ­φευ­γαν α­πό το χω­ριό και κρύ­βονταν στο δά­σος της Ευ­ρω­στί­νας έ­ως ό­του φύ­γουν. Μί­α α­πό τις φο­ρές αυ­τές ο Πα­πα­χρι­στά­κης, που κου­βα­λού­σε πά­ντα μα­ζί και το κα­ρυο­φύλ­λι του, την ώ­ρα που έ­φτα­ναν οι ει­σπρά­κτο­ρες με το Τουρ­κι­κό α­πό­σπα­σμα, έ­ρι­ξε μια του­φε­κιά και α­να­στά­τω­σε τους Τούρ­κους. Ε­πει­δή σε κά­θε χω­ριό υ­πήρ­χαν και α­δύ­να­μοι χα­ρα­κτή­ρες, οι Τούρ­κοι έ­μα­θαν γρή­γο­ρα για τον Πα­πά και τον συ­νέ­λα­βαν. Τον φόρ­τω­σαν με έ­να λι­θά­ρι 80 κι­λών και τον ο­δη­γού­σαν πε­ζό προς τα Αρ­φα­ρά (Α­μπε­λό­κη­ποι) που ή­ταν η έ­δρα της διοί­κη­σης των Τούρ­κων. Μό­λις το έ­μα­θε ο α­δελ­φός του Γιώρ­γης πρό­λα­βε με το ά­λο­γό του το α­πό­σπα­σμα προ­τού φτά­σουν στα Αρ­φα­ρά, δω­ρο­δό­κη­σε τους Τούρ­κους και τον ά­φη­σαν ε­λεύ­θε­ρο. Μό­λις ε­λευ­θε­ρώ­θη­κε ο Πα­πα­χρή­στος έ­δω­σε το κα­ρυο­φύλ­λι του που εί­χε πι­βούς και κο­κό­ρια α­ση­μέ­νια δώ­ρο στο α­δελ­φό του Γιώρ­γη. Το κα­ρυο­φύλ­λι αυ­τό το εί­χε στο σπί­τι του μέ­χρι τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια ο Αγ­γε­λής Γ. Ρό­ζος, μά­λι­στα του εί­χε μεί­νει μέ­χρι τό­τε το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρα­τσού­κλι ¨Πα­πα­διά¨ που ε­ξη­γεί κα­τα­φα­νέ­στα­τα τον αρ­χι­κό ι­διο­κτή­τη. Τον Ιού­λιο του 1941 με­τά α­πό κά­ποια προ­δο­σί­α το ό­πλο αυ­τό το πα­ρέ­δω­σε ο Αγ­γε­λής Ρό­ζος στους Ι­τα­λούς.
Ο Πα­πα­-Χρή­στος Ρό­ζος εί­χε ένα γιο τον Πα­να­γή και μια κό­ρη την Κα­τε­ρί­νη.
Ο Πα­να­γής εί­χε γιούς το Βα­σί­λη το Γιάν­νη και τον Αγ­γε­λή. Ως α­δελ­φούς τους α­να­φέ­ρει το 589 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Φελ­λό­ης Χρήστου Ρη­γό­που­λου το 1899. Ε­πί­σης α­πό το 4942 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Αι­γεί­ρας Βα­σι­λεί­ου Μα­ρα­γκό­που­λου το 1902, ο Βα­σί­λειος Ρό­ζος φαί­νε­ται μό­νι­μος κάτοι­κος Βερ­γου­βί­τσας. Α­πό­γο­νοι του Βα­σί­λη και Γιάν­νη Ρό­ζου με­τοί­κη­σαν περί το 1905 στην Βλο­βο­κά- Αι­γές.
Σή­με­ρα οι Ρο­ζέ­οι της Βλο­βο­κάς έ­χουν με­τοι­κή­σει σε Α­θή­να Πά­τρα και Αί­γιο.
Ο Αγ­γε­λής Ρό­ζος εί­χε μί­α κό­ρη την Λε­μο­νιά και δύ­ο γιους τον Α­ρι­στεί­δη και τον Λου­κά. Τη Λε­μο­νιά ως θυ­γα­τέ­ρα Αγ­γε­λή Ρό­ζου την α­να­φέ­ρει το 6984 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Φελ­λό­ης Χρή­στου Γιαν­νού­λη το 1887, η ο­ποί­α ή­ταν σύ­ζυγος Πα­να­γή Πα­πα-Χρή­στου α­πό τα Γκου­μέ­ϊ­κα Κρα­θί­ου. Το 581 συμ­βό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Φελ­λό­ης Παύ­λου Α­να­γνω­στό­που­λου το 1919, α­να­φέ­ρει την οι­κί­α του Α­ρι­στεί­δη Α. Ρό­ζου στην πε­ριο­χή Ρο­ζέ­ϊ­κα του Δή­μου Αι­γεί­ρας 
{Ο Α­ρι­στεί­δης εί­χε σπί­τι και στην Αι­γεί­ρα στα Ρο­ζέ­ϊ­κα}.
Α­πό­γο­νοι του Α­ρι­στεί­δη Α Ρό­ζου με­τοί­κη­σαν στα Μπο­ζα­ϊ­τι­κα Πα­τρών.
Ο Λου­κάς Ρό­ζος (1868) σε η­λι­κί­α 38 ε­τών το 1906, έ­γι­νε οι­κο­νο­μι­κός με­τα­νά­στης στην Α­με­ρι­κή. Ε­πέ­στρε­ψε ό­μως και έ­με­νε στην Βερ­γου­βί­τσα. Α­πό­γο­νοι του Λου­κά Α. Ρό­ζου φέ­ρουν και το πα­ρα­τσού­κλι κα­πο­νά­δες. Με­ρι­κοί εί­ναι α­κό­μα κά­τοι­κοι Βερ­γου­βί­τσας αλ­λά έ­χουν δια­φο­ρε­τι­κό ε­πώ­νυ­μο.
Γε­ώρ­γιος Β. Ρό­ζος (1764-1845)
Ο Γιώρ­γης έ­μα­θε α­νά­γνω­ση και γρα­φή στην Μο­νή Α­γί­ων Α­πο­στό­λων* που υ­πα­γό­ταν στην κοι­νό­τη­τα Πε­ρι­θω­ρί­ου, και ή­ταν προ­ε­στός του χω­ριού. Με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση διε­τέ­λε­σε δή­μαρ­χος για αρ­κε­τά χρό­νια. Ως δή­μαρ­χο τον α­να­φέ­ρουν τα υπ. α­ριθ. 147 και 200 του έ­τους 1838 συμ­βό­λαια του συμ­βο­λαιο­γρα­φού­ντος Ει­ρη­νο­δί­κη Νω­νά­κρι­δος Γ. Οι­κο­νο­μό­που­λου.
Όταν έ­γι­νε Δή­μαρ­χος Φελ­λό­ης το πρώ­το μέ­λη­μά του ή­ταν να βο­η­θή­σει τους α­γω­νι­στές του 21 και να συ­ντα­ξιο­δο­τη­θούν τα θύ­μα­τα ό­πως οι χή­ρες Β. Μητ­τά, Ζή­ρου, Ράλ­λη α­πό την Βερ­γου­βί­τσα. Η Ζή­ραι­να με την σύ­ντα­ξη έ­κτι­σε τριώ­ρο­φο κτί­ριο στα Ρο­ζιά­νι­κα που κά­η­κε. Πά­λι ό­μως με την συν­δρο­μή του Δη­μάρ­χου έ­κτι­σε νέ­ο που κα­τε­δα­φί­σθη­κε α­πό το Χρή­στο Α­να­στα­σό­που­λο το 1980. 
Το 1848 ο Γιώρ­γης Π. Ρό­ζος με την συν­δρο­μή ό­λων των κα­τοί­κων του χω­ριού έ­φτια­ξε τον πε­ρι­καλ­λή να­ό ¨Κοί­μη­σης Θε­ο­τό­κου¨* έ­ξω α­πό το χω­ριό, με τοι­χο­γρα­φί­ες, ε­πί­χρυ­σο τέ­μπλο και σκε­πή στε­ρε­ω­μέ­νη σε κο­λό­νες. (Οι κο­λώ­νες σήμερα έ­χουν κα­τε­δα­φι­στεί και οι ει­κό­νες έ­χουν κλα­πεί.
Έ­κτι­σε και το εκ­κλη­σά­κι του Α­ϊ Γιάν­νη στην Αι­γεί­ρα που ή­ταν στο πί­σω μέ­ρος ό­που βρί­σκο­νται σή­με­ρα τα σπί­τια Σω­τή­ρη και Χρι­στό­φο­ρου Ρό­ζου. Στα 1930 με­τα­φέρ­θη­κε στην ση­με­ρι­νή του θέ­ση με­τά α­πό δω­ρε­ά του χώ­ρου α­πό τον Κων/νο Γ. Ρό­ζο.
Πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ρο­φο­ρί­ες στο βι­βλί­ο του Χρή­στου Σα­μα­ρά ¨συ­νο­πτι­κή ι­στο­ρί­α του Μο­να­στη­ρί­ου και της Πα­να­γί­ας της Βερ­γου­βι­τσιώ­τι­σας¨).
{ Ιστορικό ίδρυσης του Ιερού Ναού
1848 ανεγέρθηκε για τρίτη φορά ο Ναός, το τέμπλο και το κωδωνοστάσιο.
1852 φυτευτήκαν οι μεγάλοι κυπάρισσοι.
1864 κτίσθηκε η μάνδρα και φυτεύτηκαν οι μικροί κυπάρισσοι εντός αυτής.
1875 έγινε ο δρόμος από το προσκυνητάρι μέχρι το Ναό και φυτεύτηκαν οι κυπάρισσοι αριστερά και δεξιά.
1878 ανεγέρθηκε το προσκηνητάρι.
1889 έγινε το νεκροταφείο.
1891 έγινε το καμπαναριό.
1901 αγοράστηκαν οι καμπάνες 352 και 395 κιλών.
1920 αγοράστηκε ο επιτάφιος.
1925 φυτεύτηκαν πεύκα.
1926 ανοίχθηκε το πηγάδι.
1927 κατασκευάστηκαν τα στασίδια της εκκλησίας.
1998 ανεγέρθηκε νέος ξενώνας}

Τα δύ­ο α­δέλ­φια Γιώρ­γης και Πα­πα Χρή­στος που έ­ζη­σαν πριν την ε­πα­νά­στα­ση εί­χαν μέ­σα τους ζω­ντα­νό τον πό­θο της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης. Με την ί­δρυ­ση της Φι­λι­κής Ε­ται­ρί­ας έ­γι­ναν μέ­λη και προ­σέ­φε­ραν χρή­μα­τα στον α­γώ­να (βι­βλί­ο του Π. Σω­τη­ρό­που­λου “Πα­να­γιώ­της Γωρ­γιά­δης – Σε­λια­νί­της έ­να ά­γνω­στος Φι­λι­κός” ό­που φαί­νε­ται α­πό το κα­τά­στι­χο του Γε­ωρ­γιά­δη σελ. 22, που ση­μεί­ω­νε χρή­μα­τα που ε­λάμ­βα­νε α­πό διά­φο­ρους για τον α­γώ­να, το ε­ξής κεί­με­νο:
“1821 Μαρ­τί­ου 29 ο­μο­λο­γί­α χρε­ω­στι­κή εις ε­μέ του Πα­πα-Χρή­στου και Γε­ωρ­γί­ου Ρο­ζέ­ων α­πό Βερ­γου­βί­τσα με διω­ρί­αν η­με­ρών εί­κο­σι πλη­ρω­μής δια ό­σα γρό­σια εις αυ­τήν φαί­νο­νται _ γρό­σια 200”.)
Ο συ­χω­ρια­νός των δύ­ο α­δελ­φών Γιωρ­γί­κος Οι­κο­νο­μό­που­λος που πέ­θα­νε το 1902 107 ε­τών, ή­ταν ζω­ντα­νή ι­στο­ρί­α και δι­η­γή­θη­κε για τον Πα­πα­χρι­στά­κη και το Γιώρ­γη Ρό­ζο στον Πα­πα­-Χρή­στο Οι­κο­νο­μό­που­λο (νε­ό­τε­ρος Πα­πάς που γνώ­ρι­ζε ο Χρή­στος Σα­μα­ράς).
Τον Γιωρ­γί­κο Α­να­γνώ­στου Οι­κο­νο­μό­που­λο α­να­φέ­ρει στο βι­βλί­ο ¨Κα­λα­βρυ­τι­νή Ε­πε­τη­ρίς¨ ο Γε­ώρ­γιος Πα­παν­δρέ­ου το 1896 ε­τών 102 ο ο­ποί­ος γρά­φει τα ε­ξής :
“Και ε­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας ο Δή­μος Φελ­λό­ης α­πο­τε­λού­σε ί­δια πε­ρι­φέ­ρεια την ο­ποί­α διεύ­θυ­νε το 1821 ο Μου­λά Για­κού­μπ τον ο­ποί­ο θυ­μό­ταν και ο νυν στην Βερ­γου­βί­τσα ζών 102 ε­τών γέ­ρο­ντας Γε­ώρ­γιος Α­να­γνώ­στου Οι­κο­νο­μό­που­λος, να δια­σκε­δά­ζει σε ελ­λη­νι­κό γά­μο που ή­ταν προ­σκα­λε­σμέ­νος και τρα­γου­δού­σε το ά­σμα της Ε­λέ­νης του Λι­μάζ α­γά α­πό το Λει­βάρ­ζι, ό­ταν οι Τούρ­κοι τον ει­δο­ποί­η­σαν να φύ­γει ε­σπευ­σμέ­νως διό­τι ε­ξερ­ρά­γη η ε­πα­νά­στα­ση”.Ο Γε­ώρ­γιος Β. Ρό­ζος εί­χε τρεις γιους. Τον Θα­νά­ση , τον Πα­ντε­λή και τον Α­πο­στό­λη.

Μετά την απελευθέρωση...

Δή­μοι και Κοι­νό­τη­τες Με­τά την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση άρ­χι­σε να ορ­γα­νώ­νε­ται το κρά­τος και κα­θιε­ρώ­θη­καν οι Δή­μοι.
Στις 27-12-1833 έ­γι­νε ο Δή­μος Φελ­λό­ης συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Βερ­γου­βί­τσας με έ­δρα τη Σβυ­ρού (Ό­α­ση). Με το Β.Δ. της 19ης Ιου­νί­ου 1841 ο Δή­μος Φελ­λό­ης έ­γι­νε Β΄ Τά­ξε­ως με έ­δρα τη Σε­λιά­να. Δή­μαρ­χος Φελ­λό­ης διε­τέ­λε­σε ο Γε­ώρ­γιος Ρό­ζος και με­τέ­πει­τα ο εγ­γο­νός του Πα­να­γής Α­πο­στό­λου Ρό­ζος. Ε­πί­σης ε­πί ει­κο­σα­ε­τί­α διε­τέ­λε­σε Δή­μαρ­χος ο Θε­ό­δω­ρος Κα­ρα­βέ­λας, ιατρός α­πό τη Σε­λιά­να, ο ο­ποί­ος εί­χε πα­ντρευ­τεί την α­δελ­φή του Πα­να­γή Α. Ρό­ζου Γα­ρου­φα­λιά.
Με­τά την κα­τάρ­γη­ση των Δή­μων με το Β.Δ. της 18ης Αυ­γού­στου 1912 η Βερ­γου­βί­τσα α­να­γνω­ρί­στη­κε ως Κοι­νό­τη­τα και μέ­χρι το 1944 υ­πα­γό­ταν διοι­κη­τι­κά στην Ε­παρ­χί­α Κα­λα­βρύ­των. Με το διά­ταγ­μα της 22ας Μα­ΐ­ου 1944 υ­πή­χθη στην ε­παρ­χί­α Αι­για­λεί­ας . Με το Β.Δ. 20-9-1955 η Βερ­γου­βί­τσα με­το­νο­μά­στη­κε σε Μο­να­στή­ρι.
Α­πο­γρα­φές πλη­θυ­σμού
Οι πρώ­τες α­πο­γρα­φές στην Πε­λο­πόν­νη­σο που εν­δια­φέ­ρουν και την πε­ριο­χή μας έ­γι­ναν α­πό τους Ε­νε­τούς το έ­τος 1688.
Με τα ελ­λι­πή μέ­σα της ε­πο­χής ε­κεί­νης κατεγράφη ό­τι ο πλη­θυ­σμός ε­κτός της Κορίν­θου και της Μά­νης ή­ταν 85.468. Κα­τά τους υ­πο­λο­γι­σμούς των Ε­νε­τών υ­πο­λο­γί­σθηκε ό­τι λό­γω των ε­χθρο­πρα­ξιών ο πλη­θυ­σμός εί­χε μειω­θεί στο έ­να τρί­το.
Σε νε­ό­τε­ρη α­πο­γρα­φή κα­τά τα έ­τη 1691-1692 έ­δει­ξε ό­τι ο πλη­θυ­σμός της Πε­λο­πον­νήσου εί­χε αυ­ξη­θεί στις 190.653. Κα­τά την α­πο­γρα­φή αυ­τή ο Νο­μός Α­χα­ΐ­ας εί­χε 49.491 κα­τοί­κους. Η ε­παρ­χί­α Κα­λα­βρύ­των που στην ο­ποί­α υ­πα­γό­ταν η πε­ριο­χή μας εί­χε 118 κα­τοι­κη­μέ­να χω­ριά, 36 κα­τα­στρεμ­μέ­να, 5 Μο­να­στή­ρια, 992 οι­κο­γέ­νειες με 16.561 ψυ­χές και 2.211.760 στρέμ­μα­τα γης.
Άλ­λη πλη­θυ­σμια­κή α­πα­ρίθ­μη­ση έ­γι­νε α­πό τον Κα­πο­δί­στρια το 1828. Επίσης έ­γι­νε προσπά­θεια να υ­πο­λο­γι­στεί ο πλη­θυ­σμός της χώ­ρας κα­τά το 1821. Με την και­νούρια δια­μόρ­φω­ση των ε­παρ­χιών, η ε­παρ­χί­α Κα­λα­βρύ­των που υ­πα­γό­ταν και τό­τε η πε­ριο­χή μας εί­χε 33.983 κα­τοί­κους το 1821, και 28.931 κα­τοί­κους το 1828, έ­χα­σε δη­λα­δή στο διά­στη­μα αυ­τό 5.052 κα­τοί­κους.
Σε α­πο­γρα­φή που έ­γι­νε α­πό γαλ­λι­κή ε­πι­στη­μο­νική α­πο­στο­λή τα έ­τη 1829-1830 έ­δει­ξε στην ε­παρ­χί­α Κα­λα­βρύ­των 39.999 κα­τοί­κους. Στο χωριό Βερ­γου­βί­τσα έ­δει­ξε 51 οι­κο­γέ­νειες και 274 ά­το­μα.
Ε­πί­ση­μες α­πο­γρα­φές ξε­κί­νη­σαν α­πό το έ­τος 1879 και με­τά οι οποίες έ­χουν ως ε­ξής:
Έ­τος 1879 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 522 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1889 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 465 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1896 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 502 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1907 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 492 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1920 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 181 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1928 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 178 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1928 Γε­ωρ­γου­λιά­νι­κα πλη­θυ­σμός 39 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1928 Κα­ρα­μπα­σιά­νι­κα πλη­θυ­σμός 38 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1928 Ρο­ζέ­ϊ­κα πλη­θυ­σμός 78 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1940 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 340 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1951 Βερ­γου­βί­τσα πλη­θυ­σμός 269 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1961 Μο­να­στή­ριο πλη­θυ­σμός 234 κά­τοι­κοι
Έ­τος 1971 Μο­να­στή­ριο πλη­θυ­σμός 213 κά­τοι­κοι

Η ρίζα... (συνέχεια)

Θα­νά­σης Γ. Ρό­ζος 1786Α­πέ­κτη­σε μί­α κό­ρη την Πα­να­γιώ­τα και πή­ρε σώ­γα­μπρο τον Γιάν­νη Μαρ­γώ­ση α­πό Φρα­γκιά­νι­κα ο ο­ποί­ος το πρώ­το του παι­δί το έγ­γρα­ψε Ρό­ζο.
Ο Γιάν­νης Μαρ­γώ­σης εί­χε τρί­α παι­διά το Θα­νά­ση που πέ­θα­νε στο στρα­τό το 1915, το Νι­κο­λή (Μαρ­γώ­σι­δες) και τον Σω­τή­ρη Ρό­ζο που πέ­θα­νε α­νύ­πα­ντρος. Ο Νι­κο­λής απέκτησε δύ­ο κό­ρες. Έ­τσι στα­μά­τη­σε η συ­νέ­χεια των α­πο­γό­νων του Θα­νά­ση Ρό­ζου στην Ρο­ζέ­ϊ­κη ι­στο­ρί­α.
Πα­ντε­λής Γ. Ρό­ζος 1788Εί­χε μί­α κό­ρη, τον Σω­τή­ρη που δεν α­πέ­κτη­σε παι­διά και τον Χα­ρα­λά­μπη. Ο Χα­ρα­λά­μπης Π. Ρό­ζος αν και εί­χε φερ­σί­μα­τα κο­τζα­μπά­ση, ή­ταν α­γα­πη­τός στο χω­ριό του, ε­νερ­γη­τι­κός και εί­χε αρ­κε­τές γραμ­μα­τι­κές γνώ­σεις που α­πέ­κτη­σε με ι­διαί­τε­ρους δα­σκά­λους. Έ­φτια­ξε το πα­λιό δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο και το δώ­ρι­σε στην εκ­κλη­σί­α που έ­παιρ­νε ε­νοί­κιο α­πό το κρά­τος. Έ­φτια­ξε τον Ά­γιο Πα­ντε­λε­ή­μο­να Αι­γεί­ρας σε μνή­μη του γιου του Πα­ντε­λή (με­τά κα­τασκευα­στεί ο νέ­ος να­ός του Α­γί­ου Πα­ντε­λε­ή­μο­να στα θε­μέ­λια αυ­τού). Α­πέ­κτη­σε ε­κα­το­ντά­δες στρέμ­μα­τα χω­ρά­φια, α­μπέ­λια, στα­φί­δες, ε­λιές, ε­λαιο­τρι­βεί­ο. Ο Χα­ρα­λά­μπης Π. Ρό­ζος εί­χε γιο τον Πα­ντε­λή που σπού­δα­ζε δι­κη­γό­ρος και πέ­θα­νε φοι­τη­τής, και δύ­ο κό­ρες. Η μί­α κό­ρη πα­ντρεύτη­κε στη Σβυ­ρού με τον Βα­σί­λη Χα­ρα­λα­μπό­που­λο και η άλ­λη με τον για­τρό Πα­να­γή Α­ση­μα­κί­δη α­πό τη Σε­λιά­να που τον πή­ρε σώ­γα­μπρο. Ο Α­ση­μα­κί­δης α­πέ­κτη­σε δύ­ο παι­διά, τον Πα­ντε­λή που δεν α­πέ­κτη­σε παι­διά και την Πα­ρα­σκευ­ή που πα­ντρεύ­τη­κε τον Γε­ώρ­γιο Χρό­νη α­νώ­τε­ρο υ­πάλ­λη­λο της κτη­μα­τι­κής τρά­πε­ζας.
Α­πο­στό­λης Γ. Ρό­ζος 1790-1865 Λό­γω ό­τι υ­πάρ­χει η δια­θή­κη του κα­λά δια­τη­ρη­μέ­νη και έ­χει συ­ντα­χθεί στις 29 Α­πρι­λί­ου του έ­τους 1864 έ­χου­με α­κρι­βής στοι­χεί­α για την οι­κο­γέ­νειά του, και λέ­ει τα ε­ξής:
Εν Βερ­γου­βί­τσα του Δή­μου Φελ­λό­ης και εν τη ε­νταύ­θα οι­κί­α του Α­πο­στό­λου Γ. Ρό­ζου σή­με­ρον την ει­κο­στήν ε­νά­τη Α­πρι­λί­ου η­μέ­ραν Τε­τάρ­την και ώ­ραν δε­κά­την πρό με­σημ­βρί­ας το 1864, ει­σελ­θών εις την οι­κί­αν του Α­πο­στό­λου Γε­ωρ. Ρό­ζου κα­τοι­κο­κτη­μα­τί­α ε­νταύ­θα και ε­νο­ρευό­με­νον στην εκ­κλη­σί­αν η Κοί­μη­σις της Θε­ο­τό­κου και εύ­ρων τού­τον κλι­νή­ρην εις το με­σαί­ον δω­μά­τιο της οι­κί­ας του .... και ε­γώ ο συμ­βο­λαιο­γρά­φος να κα­τα­χω­ρώ ό­σα λέ­γει αυ­το­λε­ξή χω­ρίς να με­τα­βά­λω τας έν­νοιάς των, γρά­φων τους ι­δί­ους λό­γους του χω­ρίς να ε­πι­φέ­ρων πα­ρα­μι­κρήν πα­ρα­τή­ρη­σην:
Υ­παν­δρεύ­την με­τα της Βα­σι­λι­κής Α­να­γνώ­στου Μπέ­η προ τριά­κο­ντα τεσ­σά­ρων ε­τών, ε­γέν­νη­σα μετ΄αυ­τής ο­κτώ τέ­κνα τα μεν τέσ­σε­ρα α­πέ­θα­ναν τα δε τέσ­σε­ρα ζούν η Μα­ρί­σλα, Γα­ρου­φα­λιά, Πα­να­γής και Χά­ϊ­δο τα ο­ποί­α ε­γκα­θι­στά και α­φή­νει κλη­ρο­νό­μους του τα α­νω­τέ­ρω τέσ­σε­ρα τέ­κνα.
Την μεν Μα­ρι­σλα υ­πάν­δρευ­σε στην Ζά­χο­λη με­τα του Πα­να­γιω­τά­κη Ψα­ρού και έ­δω­σεν εις αυ­τήν και τον γα­μπρόν του δια προί­κα το α­νά­λο­γο με­ρί­διον της εις ρου­χι­σμόν και με­τρη­τάς δραχ­μάς α­νε­βαί­νο­ντας ό­λα εις δραχ. χι­λιά­δες έξ και πε­ντα­κό­σιες α­ριθ. 6.500 και την ε­γκα­θι­στά κλη­ρο­νό­μον με­τά του θα­νά­του του εις δραχ­μές χι­λί­ας α­ριθ. 1000. Την δε θυ­γα­τέ­ρα του Γα­ρου­φα­λιά υ­πάν­δρευ­σε και αυ­τήν με­τά του εκ Σε­λιά­νης Θε­ο­δώ­ρου Κα­ρα­βέ­λα και έ­δω­σε εις αυ­τήν και τον γαμ­βρόν του δια …. και α­νά­λο­γον με­ρί­διον των και ως προί­κα στα­φι­δά­μπε­λο 5 στρέμ­μα­τα εις Αρ­μυ­ρό του Δή­μου Αι­γεί­ρας, δέ­κα ε­λαιό­δεν­δρα πα­ρά την, εις Οι­κο­νο­μέ­ι­κα του Δή­μου Αι­γεί­ρας. Με­τρη­τάς δραχ­μές τρείς χι­λιά­δες, και ρου­χι­σμόν διά­φο­ρον, α­νε­βαί­νων των των κτη­μά­των των με­τρη­τών και των ρου­χι­σμόν εις δραχ­μές το ό­λον χι­λιά­δες ο­κτώ και πε­να­τα­κο­σί­ας α­ριθ. 8500 και τώ­ρα ε­γκα­θι­στά κλη­ρο­νό­μον του την αυ­τήν Γα­ρου­φα­λιά με­τά του θα­νά­του του εις δραχ­μές τρια­κο­σί­ας (300) την δε ά­γα­μην θυ­γα­τέ­ρα του Χά­ι­δω ε­γκα­θι­στά και α­φή­νει κλη­ρο­νό­μον του με­τά τον θα­να­τό του εις τρείς χι­λιά­δες δραχ­μές α­ριθ. 3000 εις έ­να και ή­μι­ση στρέμ­μα στα­φι­δά­μπε­λον κει­μέ­νης εις θέ­σην Κου­βέ­λη πεύ­κον εις Κοκ­κι­νιές. Δέ­κα πέ­ντε ε­λαιό­δεν­δρα εις ….. ε­ντός του χω­ριού Βλο­βω­κάς του Δή­μου Αι­γεί­ρας σπο­ρά­δην και εις ρου­χι­σμόν διά­φο­ρον κα­τά το έ­θι­μο του τό­που του και της κα­τα­στά­σε­ώς του α­ναι­βαί­νο­ντας εις δραχ­μές χι­λί­ας πε­ντα­κο­σί­ας α­ριθ. 1500 και δέ­κα ο­κά­δες χαλ­κώ­μα­τα και διά­φο­ρα αγ­γεί­α . Εις δε την υ­πό­λοι­πην πε­ριου­σί­αν του κι­νη­τήν και α­κί­νη­τον κα­θώς και αυ­το­κί­νη­τον, κει­μέ­νην εις τους δή­μους Φελ­λό­ης και Αι­γεί­ρας και συ­γκε­κρι­μέ­νην α­πό οι­κί­ες, α­μπέ­λους, στα­φι­δα­μπέ­λους, ε­λαί­αι, ε­λαιο­τρι­βεί­ον α­γρούς πο­τι­στι­κούς και ξε­ρι­κούς και πα­ντός ού­τος δια­κα­τέ­χον, α­πό αι­γο­πρό­βα­τα και λοι­πά ε­γκα­θι­στά και α­φή­νει κύ­ριον …… και κα­θο­λι­κόν κλη­ρο­νό­μον του τον υ­ιόν του Πα­να­γήν ο ο­ποί­ος με­τά του θα­νά­του του να την δια­θέ­τει κα­τά την δι­κήν του αυ­τού ε­πι­θυ­μί­α την α­νω­τέ­ρω πε­ριου­σί­α κα­θώς και το χρη­μα­τι­κόν ό­λον ό­σον έ­χω εις με­τρη­τά και έγ­γρα­φα, υ­πό την ρη­τήν υ­πο­χρέ­ω­σην να δώ­σει στους κλη­ρο­νό­μους ό­σα α­νω­τέ­ρω ά­φη­σα είς τους κλη­ρο­νό­μους χω­ρίς να έ­χει κα­νέ­ναν άλ­λον να δια­θέ­σει τού­τον τον υ­ιόν του Πα­να­γήν είς ο­βο­λόν. Και αν δώ­σει ο κλη­ρο­νό­μος τού­τος Πα­να­γής εις τον ε­πί­τρο­πον της εκ­κλη­σί­ας η Κοί­μη­σης της Πα­να­γί­ας δραχ­μές τρια­κο­σί­ας α­ριθ. 300 δια να κα­τα­σκευά­σουν γέ­φυ­ρα οι χω­ρια­νοί του και να πη­γαί­νουν εις τα κτή­μα­τά των εις Ρα­σού­λια, η ο­ποί­α να κα­τα­σκευα­στεί και κτι­σθεί εις τον μύ­λος της Γιαν­νιάς πλη­σί­ον. Ε­πί­σης ο αυ­τός κλη­ρο­νό­μος να δώ­σεις εις τον αυ­τόν ε­πί­τρο­πον της εκ­κλη­σί­ας δραχ­μές δια­κο­σί­ας ο­πό­τε οι χω­ρια­νοί οι­κο­δο­μή­σουν νέ­ον να­όν ε­ντός του χω­ριού Βερ­γου­βί­τσης και ό­ταν τα δώ­σει να εί­ναι πα­ρόν ό­λοι ο χω­ρια­νοί να λά­βου­σιν γνώ­σιν».
Α­πό τη δια­θή­κη αυ­τή μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με το χα­ρα­κτή­ρα και την οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση του Α­πο­στό­λη α­φού παρ΄ ό­τι εί­ναι κλι­νή­ρης και ε­τοι­μο­θά­να­τος, σκέ­πτε­ται για την α­νά­πτυ­ξη του χω­ριού του με το να ε­πι­θυ­μεί να γί­νει γε­φύ­ρι και και­νούρ­γιος Να­ός. Ο με­τέ­πει­τα εγ­γο­νός του Γιώρ­γης Π. Ρό­ζος που εί­χε γνω­ρί­σει τον Α­πο­στό­λη ά­κου­γε τα σχό­λια α­πό άλ­λους που έ­λε­γαν για τον παπ­πού του ότι ή­ταν σο­βα­ρός, σε­βα­στός και α­γα­πη­τός άν­θρω­πος στο χω­ριό την ε­πο­χή ε­κεί­νη. Μά­λι­στα έ­λε­γε ο Γιώρ­γης Π. Ρό­ζος ό­τι τον ο­νό­μα­ζαν Νέ­στο­ρα, πα­ρο­μοιά­ζο­ντάς τον με τον μυ­θι­κό βα­σι­λιά της Πύ­λου Νέ­στο­ρα, που ο Ό­μη­ρος τον πα­ρου­σιά­ζει σαν γέ­ρο­ντα, αλ­λά αν­δρεί­ο α­κό­μα μα­χη­τή που δια­κρι­νό­ταν α­νά­με­σα σε ό­λους τους Έλ­λη­νες για τη σω­φρο­σύ­νη του.
Οι κό­ρες του Α­πο­στό­λη, η Μα­ρί­σλα πα­ντρεύ­τη­κε τον Πα­να­γιω­τά­κη Ψα­ρό α­πό τη Ζά­χο­λη (λε­γό­ταν ό­τι την έ­κλε­ψε), η Γα­ρου­φα­λιά πα­ντρεύ­τη­κε το Θε­ό­δω­ρο Κα­ρα­βέ­λα α­πό τη Σε­λιά­να για­τρό ο ο­ποί­ος ή­ταν Δή­μαρ­χος Φελ­λό­ης ε­πί ει­κο­σα­ε­τί­α, και η Χά­ι­δω που πα­ντρεύ­τη­κε τον Χρή­στο Πε­τρό­που­λο α­πό τα Αρ­φα­ρά (υ­πάρ­χει στην Αι­γεί­ρα σή­με­ρα μα­κρι­νή εγ­γο­νή της με το ό­νο­μα Χά­ϊ­δω Πα­πα­για­νο­πού­λου).
Πα­να­γής Α. Ρό­ζος 1830 -1902 Ό­πως ο Κώ­στας Γ. Ρό­ζος εγ­γο­νός του μας με­τέ­φε­ρε,ο Παναγής ή­ταν τί­μιος, η­θι­κός, δη­μιουρ­γι­κός και πο­λύ α­γα­πη­τός στους χω­ρια­νούς του και μεγά­λα πο­λι­τι­στι­κά προ­σό­ντα. ­Έ­γι­νε δή­μαρ­χος Φελ­λό­ης και φρό­ντι­σε πο­λύ για το χω­ριό. Έ­κτι­σε το προ­σκυ­νη­τά­ρι με κα­μά­ρα που έ­χει μια πε­ρί­ερ­γη θέ­ση για να ρί­χνουν οι πι­στοί χρή­μα­τα σε βο­ή­θεια της εκ­κλη­σί­ας και φύ­τε­ψε τα κυ­πα­ρίσ­σια στις ά­κρες του δρό­μου που ο­δη­γεί α­πό το προ­σκυ­νη­τά­ρι στην εκ­κλη­σί­α. Λέ­γε­ται ό­τι ε­μπνεύ­στη­κε το φύ­τε­μα των κυ­πα­ρισ­σιών, α­πό αυ­τά που εί­δε στην Τρυ­πη­τή στο Αί­γιο όταν πήγαινε σχολείο. Μζζε­τέ­φε­ρε τα νε­κρο­τα­φεί­α του Α­γί­ου Νι­κο­λά­ου και Α­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στην Πα­να­γί­α και πε­ρι­μά­ντρω­σε το νέ­ο νε­κρο­τα­φεί­ο Έ­φτια­ξε έ­να γε­φύ­ρι στο Ρα­σού­λι, ό­πως ή­ταν και αυ­τό ε­πι­θυ­μί­α του πα­τέ­ρα του, που σε μια κα­τε­βα­σιά γκρε­μί­στη­κε και κα­τά δια­βο­λι­κή σύ­μπτω­ση πα­ρέ­συ­ρε και έ­πνι­ξε τη Βα­σί­λω Αν­δρι­κο­πού­λου - Α. Κου­τσα­λέ­ξη. Έ­φτια­ξε τρεις βρύ­σες με κο­ρύ­τες (πο­τί­στρες) μί­α στην Πλά­κα που την λέ­νε Κα­μά­ρι, μια στου Κλέ­ρη που κα­τε­στρά­φη το 1940 και μια στην κά­τω βρύ­ση που κα­τα­στρά­φη­κε το 1941. Κα­τόρ­θω­σε και έ­γι­νε δη­μό­σιο Δη­μο­τι­κό σχο­λεί­ο, για­τί μέ­χρι το 1885 ή­ταν ι­διω­τι­κό και ο δά­σκα­λος πλη­ρω­νό­ταν α­πό το χω­ριό. (Ο πρώ­τος δά­σκα­λος ή­ταν ο Κου­τσο­δά­σκα­λος α­πό την Τσι­λαρ­δή της Βε­λάς).
Ο Πα­να­γής πα­ντρεύ­τη­κε τη Μα­ρί­α Κα­νελ­λο­πού­λου α­πό το Μαυ­ρέ­ντι. Η Μα­ρί­α Κα­νελ­λο­πού­λου ή­ταν εγ­γο­νή της Αρ­χό­ντισ­σας της Αι­κα­τε­ρί­νης Οι­κο­νο­μο­πού­λου - Αγ­γε­λε­το­πού­λου.*
Ο Πα­να­γής Ρό­ζος κα­τοι­κού­σε και στην Αι­γεί­ρα στο σπί­τι που έ­κτι­σε το 1860-64 πε­ρί­που και κα­τοι­κεί σή­με­ρα η οι­κο­γέ­νεια Νι­κο­λά­ου Κ. Ρό­ζου. Η πε­ριο­χή αυ­τή σή­με­ρα λέ­γε­ται Οι­κο­νο­μέ­ι­κα και Ρο­ζέ­ι­κα. Οι­κο­νο­μέ­ϊ­κα α­πό την με­γά­λη έ­κτα­ση που εί­χε η Αρ­χό­ντισ­σα –Οι­κο­νο­μο­πού­λου που με­τέ­πει­τα έ­δω­σε προί­κα στον Πα­να­γή. (Τό­τε οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Βερ­γου­βι­τσιώ­τες τον χει­μώ­να με­τοι­κού­σαν στην Αι­γεί­ρα στην πε­ριο­χή Κόκ­κι­νου Βρά­χου που ο­νο­μά­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα Βερ­γου­βι­τσιώ­τι­κα κα­λύ­βια και ή­ταν η χει­με­ρι­νή έ­δρα της κοι­νό­τη­τας.)
Ο Πα­να­γής λό­γο ό­τι χή­ρε­ψε γρή­γο­ρα εί­χε μό­νο δύ­ο παι­διά τον Γιώρ­γη και το Α­πο­στό­λη. Έ­δω­σε και στα δύ­ο μόρ­φω­ση σχο­λαρ­χεί­ου, δεν συ­νέ­χι­σαν ό­μως τις σπου­δές με σκο­πό να δια­χει­ρι­στούν τη με­γά­λη του πε­ριου­σί­α. Πο­λύ νω­ρίς έ­χα­σε την γυ­ναί­κα του και ε­μπι­στεύ­τη­κε τα δύ­ο παι­διά του στην Πα­να­γιώ­τα Σερ­βέ που της εί­χε δώ­σει με­γά­λα δι­καιώ­μα­τα πά­νω στη δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους για­τί ή­ταν γυ­ναί­κα με με­γά­λο η­θι­κό α­νά­στη­μα.
Α­πο­στό­λης Π. Ρό­ζος 1865 Παντρεύτηκε στη Σε­λιά­να στου Μπα­λή και α­πέ­κτη­σε  μί­α κό­ρη τη Μα­ρί­α που πα­ντρεύ­τη­κε το συμ­βο­λαιο­γρά­φο Α­να­γνω­στό­που­λο Παύ­λο.
Μετά τον θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ξαναπαντρεύτηκε με την Βασιλική Ανδρικοπούλου κόρη τού ιερέως Αλεξίου Ανδρικόπουλου και της Αικατερίνης Μανούσου από τις Καμάρες, με την οποία απέκτησε ένα αγόρι
. Η Βασιλική πέθανε το 1918 και άφησε ορφανό τον 6 ετών Θεόδωρο ο οποίος γεννήθηκε το 1912 και πέθανε το 1999 στα Σελιανίτικα.
Ο Αποστόλης παντρεύτηκε τρίτη φορά με την Ελένη Τσακανίκα απο το Περιθώρι, η οποία ανέθρεψε τον μικρό Θεόδωρο, ο οποίος παντρεύτηκε την Παναγιώτα Αντωνοπούλου από τη Σελιάνα και απέκτησαν δυο κόρες την Βασιλική και την Ελένη. Α­πό τη δια­θή­κη του Πα­να­γή με η­με­ρο­μη­νί­α 29 Ιου­λί­ου 1902 του Συμ­βο­λαιο­γρά­φου Χρή­στου Κ. Ρη­γό­που­λου α­πό τη Σε­λιά­νια, α­να­φέ­ρει ο συμ­βο­λαιο­γρά­φος ό­τι ο Πα­να­γής Α. Ρό­ζος ή­ταν κλι­νή­ρης με βα­ριά πλη­γή στον τέ­νο­ντα του δε­ξιού πο­διού. Ε­γκα­θι­στά κλη­ρο­νό­μους τους δύ­ο γιους του Γιώρ­γη και Α­πο­στό­λη. Στον Α­πο­στό­λη α­φή­νει ό­τι δεν­δρο­πε­ρί­βο­λα κα­τά τους γά­μους του έ­χει πα­ρα­χω­ρή­σει στα Σε­λια­νίτι­κα Αι­γί­ου και στα Οι­κο­νο­μέ­ϊ­κα της πε­ρι­φε­ρεί­ας Βλω­βο­κάς και ό­τι κα­τω­τέ­ρω θα υ­πο­χρε­ώ­σει τον υ­ιόν του Γε­ώρ­γιο να του δώ­σει. Στον υ­ιόν του Γε­ώρ­γιο α­φή­νει ά­πα­σα την πε­ριου­σί­α του στην πε­ρι­φέ­ρεια του Δή­μου Φελ­λό­ης και Αι­γεί­ρας. Υ­πο­χρε­ώ­νει δε τον υιό του Γε­ώρ­γιο να δώ­σει στον Α­πο­στό­λη την οι­κί­α του ε­ντός του χω­ριού Σε­λια­νή­τι­κα του Δή­μου Αι­γί­ου με την πε­ριο­χή του προ­αυ­λί­ου, χα­μο­κέ­λας και του πε­ρι­βο­λιού.
Γιώρ­γης Π. Ρό­ζος 1859-1936 Πα­ντρεύ­τη­κε την α­δελ­φή του Δη­μάρ­χου Φελ­λό­ης Μα­ρί­α Πα­λαιο­λο­γο­πού­λου α­πό την Α­ρά­χο­βα (Ε­ξο­χή) και α­πέ­κτη­σαν τέσ­σε­ρα παι­διά τον Κώ­στα, τον Θε­ό­δω­ρο, τον Αγ­γε­λή και μί­α κό­ρη την Βα­σι­λι­κή. Ό­ταν συ­στά­θη­καν οι κοι­νό­τη­τες το 1912, πρώ­τος πρό­ε­δρος της Βερ­γου­βί­τσας ή­ταν ο Γε­ώρ­γιος Π. Ρό­ζος, α­πό­γο­νος του πρώ­του με­τε­πα­να­στα­τι­κού δη­μάρ­χου Γε­ωρ­γί­ου Β. Ρό­ζου.
Κώ­στας Γ. Ρό­ζος (1889-1980)
Πο­λέ­μη­σε το 1912 στην εκ­στρα­τεί­α κα­τά των Τούρ­κων στις μά­χες Ε­λάσ­σο­νος, Γιαν­νι­τσών, Σα­ρα­ντα­πό­ρου, Λέ­σβου και Χί­ου με το βαθ­μό του υ­πα­ξιω­μα­τι­κού και τι­μή­θη­κε με με­τάλ­λια αν­δρεί­ας. Έ­γι­νε πρό­ε­δρος της κοι­νό­τη­τας, εκ­κλη­σια­στι­κός σύμ­βου­λος και μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του εν­δια­φέρ­θη­κε για την πρό­ο­δο της γε­νέ­τει­ρας. Tον Μάρ­τιο του 1945 διο­ρί­σθη­κε α­πό το Νο­μάρ­χη Α­χα­ΐ­ας πρό­ε­δρος. Χά­ρις στις ε­πί­μο­νες προ­σπά­θειές του κα­τά­φε­ρε τον Μάρ­τιο του 1952 να ε­ξα­σφα­λί­σει χρη­μα­το­δό­τη­ση 10 ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων για την κα­τα­σκευ­ή του δρό­μου Αι­γεί­ρας Βερ­γου­βί­τσας, με τη βο­ή­θεια του τό­τε Υ­πουρ­γού Υ­γεί­ας κ. Ζα­ϊ­μη.
Ο Κώ­στας Ρό­ζος πα­ντρεύ­τη­κε την Ου­ρα­νί­α Κα­ρα­δή­μα α­πό την Γκού­ρα και έ­κα­νε τέσ­σε­ρις γιους τον Γιάν­νη που σκο­τώ­θη­κε την κα­το­χή το 1943 τε­λω­νια­κό, τον Χρι­στό­φο­ρο τε­λω­νια­κό, τον Σω­τή­ρη α­στυ­νο­μι­κό -τα­χυ­δρο­μι­κό το Νί­κο που πα­ρέ­μει­νε στην Αι­γεί­ρα και μια κό­ρη τη Μα­ρί­α που πα­ντρεύ­τη­κε στην Α­θή­να.
Θό­δω­ρος Γ. Ρό­ζος (1896-1980) Έ­βγα­λε την ε­μπο­ρι­κή σχο­λή Πα­τρών, σπού­δα­σε στην Πά­ντειο και σε ηλικια 35 χρονών έγινε διευθυντής της Α' Εφορείας Πατρών. Στη συνέχεια πή­ρε τον βαθ­μό του Γε­νι­κού ε­πι­θε­ω­ρη­τή ε­φο­ριών, ενώ έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ως ελεγκτής των πλουτισάντων επί κατοχής. Το 1950 τιμήθηκε μα το μετάλλιο του ΧΡΥΣΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Το εν­δια­φέ­ρον του Θό­δω­ρου για το χω­ριό ή­ταν με­γά­λο. Με τη συ­ντα­ξιο­δό­τη­ση του γύ­ρι­σε στην γε­νέ­τει­ρα, έ­κτι­σε σπί­τι που έ­με­νε ό­λο το χρό­νο. Συ­ν­τέ­λε­σε στην υ­δρο­δό­τη­ση της εκ­κλη­σί­ας με α­ντλί­α πριν γί­νει σύν­δε­ση με τη δε­ξα­με­νή, χρη­μα­το­δό­τη­σε το βι­βλί­ο ¨Ι­στο­ρί­α του χω­ριού Βερ­γου­βί­τσα¨ α­κό­μα και τον οι­κο­γε­νεια­κό του τά­φο τον έ­φτια­ξε στο νε­κρο­τα­φεί­ο του χω­ριού. Έ­δι­νε βρα­βεί­α στους μα­θη­τές του χω­ριού, δεί­χνο­ντας έ­τσι την Ρο­ζέ­ι­κη προ­σή­λω­ση για την πνευ­μα­τι­κή α­νά­πτυ­ξη του τό­που. Εί­χε παι­διά τον Γιώρ­γη, τον Νί­κο, τον Τά­κη και μια κό­ρη την Α­σπα­σί­α.
Αγ­γε­λής Γ. Ρό­ζος Με­γα­λο­φα­με­λί­της, δη­μιουρ­γι­κός, φι­λό­πα­τρις, α­ντι­να­ζι­στής και α­ντι­φα­σί­στας, εί­χε φοι­τή­σει στην ε­μπο­ρι­κή σχο­λή Πα­τρών. Α­να­μεί­χθη­κε στα κοι­νά του χω­ριού του, πέ­θα­νε ό­μως νω­ρίς. Ά­φη­σε τέσ­σε­ρις γιους τον Γιώρ­γη, τον Αρ­γύ­ρη, τον Θα­νά­ση μετανάστες στην Αυ­στρα­λί­α, τον Πα­να­γή στην Ελ­λά­δα και τρεις κό­ρες την Αγ­γε­λι­κή την Βα­σι­λι­κή και την Ε­λευ­θε­ρί­α. Ο Πα­να­γής διε­τέ­λε­σε Πρό­ε­δρος στην κοι­νό­τη­τα Αι­γεί­ρας για αρ­κε­τά χρό­νια και το κα­λο­καί­ρι έ­με­νε στην Βερ­γου­βί­τσα που τό­σο α­γα­πού­σε.
Η Αγ­γε­λι­κή Γ. Ρόζου, πα­ντρεύ­τη­κε στην Ε­λί­κη τον για­τρό Παναγιώτη Αγ­γε­λό­που­λο. Πέ­θα­ναν ό­μως νω­ρίς και οι δύο (το 1926) και ά­φη­σαν ορ­φα­νή 
σε ηλικία τεσσάρων ετών τη κό­ρη τους Κονδυλία (Λού­λα). Την ανατροφή της Λούλας ανέλαβε αρχικά ο παππούς της Γεώργιος Ρόζος και κατόπιν ο θείος της Θεόδωρος Ρόζος. 
Α­να­γνώ­στης Ρό­ζος 1760 - Αγ­γε­λής Ρό­ζος 1860 Ο Α­να­γνώ­στης Ρό­ζος εί­ναι μια ση­μαί­νου­σα προ­σω­πι­κό­τη­τα της επο­χής του. Το ό­νο­μα Α­να­γνώ­στης δη­λώ­νει μορ­φω­μέ­νο ά­το­μο ή κα­τα­γω­γή α­πό μορφω­μέ­νους γο­νείς. Η ά­πο­ψή μας αυ­τή α­πο­κτά πε­ρισ­σό­τε­ρη ι­σχύ και α­πό το γεγο­νός ό­τι το 1828 ε­ξε­λέ­γη δη­μο­γέ­ρο­ντας στην Βερ­γου­βί­τσα. Ο Α­να­γνώ­στης λοι­πόν εί­ναι έ­να πρό­σω­πο μό­νο στην ι­στο­ρί­α χω­ρίς να έ­χου­με πε­ρισ­σό­τε­ρες πλη­ροφο­ρί­ες για τους προ­γό­νους ή α­πο­γό­νους του.
Αγ­γέ­λω Χή­ρα Γε­ωρ­γα­ντά – Ρό­ζου Α­πό συμ­βό­λαιο του 1886 φαί­νε­ται η Αγ­γέ­λω και οι δύ­ο γιοι της ο Η­λί­ας Γ. Ρό­ζος και ο ε­τε­ρο­θα­λής α­δελ­φός του Θε­ο­φά­νης Γ. Ρό­ζος. Α­πό συμ­βό­λαιο του 1922 α­πο­δει­κνύ­ε­ται ό­τι ο Θε­ο­φά­νης Γ. Ρό­ζος α­πε­βί­ωσε το 1897.
Α­πό­γο­νοι του Θε­ο­φά­νη Γ. .Ρό­ζου ή­ταν ο Πα­να­γής και ο Αρ­γύ­ρης.
Ο Πα­να­γής Γ. Ρό­ζος εί­χε γιούς τον Θε­ο­φά­νη και τον Βα­σί­λη ση­με­ρι­νοί κά­τοικοι Αι­γεί­ρας.
Α­πό έγ­γρα­φο του 1902 α­πο­δει­κνύ­ε­ται ό­τι ο Η­λί­ας Γ. Ρό­ζος εί­χε γιο τον Γε­ώρ­γιο Ηλ. Ρό­ζο α­πό­γο­νος του οποί­ου ο Η­λί­ας Ρό­ζος κά­τοι­κος Αι­γεί­ρας.
Ιω­άν­νης Γ. Ρό­ζος 1850Ως κάτοικος Βερ­γου­βί­τσας α­να­φέ­ρε­ται στο 589 συμβό­λαιο του συμ­βο­λαιο­γρά­φου Φελ­λό­ης Χρή­στου Ρη­γό­που­λου το έ­τος 1899. Α­πό τον Ιω­άν­νη Γ. Ρό­ζο προ­έρ­χο­νται οι Ρο­ζέ­οι της Βερ­γου­βί­τσας. Τα α­δέλ­φια Γιάν­νης και Γιώρ­γης Ρό­ζος α­πό­γο­νοι του Ιω­άν­νη Γ. Ρό­ζου, μό­νι­μοι κάτοικοι και α­πό τους τε­λευ­ταί­ους Ρο­ζέ­ους της Βεργουβίτσας.
Ο Γε­ώρ­γιος Ρό­ζος, εί­χε δια­τε­λέ­σει Πρό­ε­δρος της Κοι­νότη­τας Βερ­γου­βί­τσας - Μο­να­στη­ρί­ου.
Για τους Ρο­ζέ­ους της Σβυ­ρούς παίρ­νου­με πλη­ρο­φο­ρί­ες α­πό μια δι­κα­στι­κή α­πό­φα­ση, 8-5-1831 Β.Π α­ριθ. 517-518 όπου ο Βα­σί­λειος Στα­μα­τά­κης – Ρό­ζος, κα­τό­πιν αι­τή­σε­ώς του ο­ρί­ζε­ται ε­πι­τρο­πο­κη­δε­μών των α­νη­λί­κων α­δελ­φών του Πα­να­γιώ­τας και Στα­μα­τού­λας. Το δι­κα­στή­ριο ε­πέ­στη­σε την προ­σο­χή του στα ε­ξής κα­θή­κο­ντα: να ε­πα­γρυ­πνεί σαν πα­τέ­ρας αυ­τών μέ­χρι να ε­νη­λι­κιω­θούν, να προ­σέ­χει α­κρι­βέ­στα­τα την δια­χεί­ρι­ση της πα­τρι­κής πε­ριου­σί­ας και να κρα­τεί λο­γα­ρια­σμό. Να μην πω­λή­σει το πα­ρα­μι­κρό πράγ­μα ά­νευ νο­μί­μου αι­τί­ας και α­δεί­ας του δι­κα­στη­ρί­ου, να φρο­ντί­ζει για ε­παύ­ξη­ση αυ­τών και να φρο­ντί­ζει ως άλ­λος πα­τήρ να υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται αυ­τά καθ΄ ό­λη την α­παι­τού­με­νη έ­κτα­ση.
Α­κό­μα σε μια βε­βαί­ω­ση για πο­λι­τι­κή α­πο­ζη­μί­ω­ση στο Σπύ­ρο Γε­ωρ­γί­ου α­πό τη Σβυ­ρού για την συ­με­το­χή του στο α­γώ­να της ε­πα­νά­στα­σης, υ­πο­γρά­φει στις 29 Ιου­λί­ου 1865 Πρό­ε­δρος Σβυ­ρούς Ιω­άν­νης Ρό­ζος.
Αρ­γό­τε­ρα σε πω­λη­τή­ριο συμ­βό­λαιο τον Μά­ϊ­ο του 1883 υ­πο­γρά­φει ο Πα­να­γιώ­της Ιωάν­νου Ρό­ζος, ο γιος του Προ­έ­δρου.
Υ­πάρ­χουν ό­μως αρ­κε­τοί Ρο­ζέ­οι που δεν α­να­φέ­ρο­νται. Ο λό­γος εί­ναι ό­τι οι πρό­γο­νοί τους πι­θα­νόν να μην εί­χαν α­να­γνω­ρι­σμέ­να ε­πώ­νυ­μα. Οι ερ­γα­σια­κές σχέ­σεις ό­μως που ί­σως εί­χαν τα πρό­σω­πα αυ­τά με κά­ποιους Ρο­ζέους πι­θα­νόν να τους έ­δω­σε το ε­πώ­νυ­μο Ρό­ζος.
Το σπου­δαιό­τε­ρο εί­ναι ό­τι σε ό­λες τις φα­μελιές των Ρο­ζέ­ων ε­πι­κρα­τού­σαν τα ί­δια ο­νό­μα­τα, Γιάν­νης, Θα­νά­σης, Γιώρ­γης, Α­πο­στό­λης, Σω­τή­ρης κ.α.
Στους πο­λυ­φα­με­λί­τες μπαί­νει και κα­νέ­να πα­ρα­πά­νω ό­πως Νί­κος, Χρή­στος, Δη­μή­τρης κ.α. Το α­ξιο­πε­ρί­ερ­γο εί­ναι ό­τι και
 Ρο­ζέ­οι του Με­τσό­βου έ­χουν και αυ­τοί τα ί­δια ο­νό­μα­τα ό­πως Αγ­γε­λής, Γιώρ­γης, Γιάν­νης, Α­πο­στό­λης.

Οι Ρο­ζέ­οι το 1902

Στο με αριθ. 4942 συμ­φω­νη­τι­κό της 17ης Μαρ­τί­ου 1902 με το ο­ποίο α­φιε­ρώ­νε­ται η έ­κτα­ση που πε­ρι­βά­λει τις πλα­γιές γύ­ρω α­πό τον Ιε­ρό Να­ό της Πα­να­γί­ας στην Βερ­γου­βί­τσα στον εν λό­γω Να­ό, φαί­νε­ται να έ­χουν κλη­θεί ως μάρ­τυ­ρες ό­λοι οι κά­τοι­κοι του χω­ριού.
Εκεί υ­πάρ­χουν γραμ­μέ­νοι 81 μάρ­τυ­ρες, ό­λοι μό­νι­μοι κά­τοι­κοι του χω­ριού. Στα 81 αυ­τά ά­το­μα μπο­ρού­με να δού­με και τους Ρο­ζέ­ους που διέ­με­ναν τό­τε στο χω­ριό. Λου­κάς Α. Ρό­ζος, Θε­ο­φά­νης Ρό­ζος, Γε­ώρ­γιος Ηλ. Ρό­ζος, Βα­σί­λειος Π. Ρό­ζος, Κων/νος Αθ. Ρό­ζος, Γε­ώρ­γιος Π. Ρό­ζος, Α­ρι­στεί­δης Α. Ρό­ζος. Το πα­ρα­πά­νω έγ­γραφο ό­μως α­να­φέ­ρει για την πλειο­ψη­φί­α των κα­τοί­κων. Εν­δε­χο­μέ­νως να εί­ναι και κά­ποιοι Ρο­ζέ­οι που α­που­σί­α­ζαν α­πό την συ­γκέ­ντρω­ση αυ­τή.

Επίλογος...

Γε­νι­κά οι Ρο­ζέ­οι εί­χαν μί­α ι­στο­ρι­κή πο­ρεί­α στους Δή­μους Φελ­λό­ης και Αι­γεί­ρας που συ­νε­χί­ζε­ται α­κό­μα και σή­με­ρα.
Σαν πα­ρά­δειγ­μα α­να­φέ­ρω τον Χα­ρα­λά­μπη Π. Ρό­ζο που ή­ταν μέ­το­χος στην Ε­θνι­κή Τρά­πε­ζα και η γνώ­μη του κα­θό­ρι­ζε ε­θνι­κά θέ­μα­τα, ό­πως για το σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Αι­γεί­ρας, που ε­πρό­κει­το να γί­νει στα Ρο­ζέ­ι­κα, φρό­ντι­σε να αλ­λά­ξει ο σχε­δια­σμός και να γί­νει στη ση­με­ρι­νή του θέ­ση. Αυ­τό έ­γι­νε με­τά α­πό πα­ρέμ­βα­ση του Γε­ωρ­γί­ου Π. Ρό­ζου για να μην α­παλ­λο­τριω­θούν τα κτήμα­τά του που εί­χε στην πε­ριο­χή αυ­τή αλ­λά και για να α­πο­φευ­χθεί ο θό­ρυ­βος του σταθ­μού που θα βρι­σκό­ταν πο­λύ κο­ντά στην οι­κί­α του. Βλέ­που­με λοι­πόν μετά α­πό 100 και πλέ­ον χρό­νια, (η σι­δη­ρο­δρο­μι­κή γραμ­μή Πε­λο­πον­νή­σου κα­τα­σκευάστη­κε το 1890 πε­ρί­που) πώς μπο­ρεί με την πα­ρέμ­βα­ση ε­νός α­τό­μου να ε­πη­ρε­α­σθεί μί­α ο­λό­κλη­ρη πε­ριο­χή. Δη­λα­δή το κέ­ντρο της Αι­γεί­ρας σή­με­ρα θα ή­ταν στην πε­ριο­χή α­να­το­λι­κά του πο­τα­μού Κριού στα Ρο­ζέ­ϊ­κα.

Ελ­πί­ζου­με λοι­πόν η α­φή­γη­σή μας αυ­τή, να δώ­σει το κί­νη­τρο στους με­τα­γε­νέ­στε­ρους για μια κα­τα­γρα­φή της ι­στο­ρί­α σε συ­νέ­χεια αυ­τής και να συ­νε­χί­ζουν ως α­πό­γο­νοι των Ρο­ζέ­ων την ί­δια δη­μιουρ­γι­κή πο­ρεί­α των προ­γό­νων τους, δια­φυ­λάσ­σο­ντας την φή­μη του ο­νό­μα­τός τους με ζή­λο και υ­πε­ρη­φά­νεια χω­ρίς να ξε­χνούν το πα­ρελ­θόν.
Μια πα­λιά σο­φή κι­νέ­ζι­κη πα­ροι­μί­α λέ­ει:
“το πα­ρελ­θόν των αν­θρώ­πων στην ου­σί­α εί­ναι νε­κρό, χρη­σι­μεύ­ει ό­μως για την κα­τα­νό­η­ση του πα­ρό­ντος και την κυ­ριάρ­χη­ση του μέλ­λο­ντος”.

Ό­μως το ω­ραιό­τε­ρο και πιο μα­γευ­τι­κό στην ε­πο­χή μας εί­ναι να α­κούς τις πα­λιές ι­στο­ρί­ες που έ­ζη­σαν κά­ποιοι, που προ­σπα­θώ­ντας να α­να­πο­λή­σουν το πα­ρελ­θόν τους με τις θύ­μι­σές τους, έ­γρα­ψαν την δι­κή τους ι­στο­ρί­α.
Οι ι­στο­ρί­ες αυ­τές, που μετέφεραν η για­γιά κι ο παπ­πούς στα εγ­γό­νια, βο­ή­θη­σαν στη δια­τή­ρη­ση της γνώ­σης, των ε­θί­μων, της οι­κο­γε­νεια­κής ή ε­θνι­κής γε­νι­κό­τε­ρα πε­ρη­φά­νιας των αν­θρώ­πων που ε­πί αιώ­νες με­γά­λω­ναν και δι­δα­σκό­ταν α­πό την φλό­γα του τζα­κιού αυ­τού.
Δυ­στυ­χώς σή­με­ρα πο­λύ λί­γοι θα έ­χουν την πο­λυ­τέ­λεια να στα­θούν δί­πλα σε αυ­τό το τζά­κι της γνώ­σης, α­φού η τε­χνο­λο­γί­α και η ε­ξέ­λι­ξη άλ­λα­ξε αρ­κε­τά τον τρό­πο ζω­ής μας σε σύ­γκρι­ση με το πα­ρελ­θόν.
Αυ­τό ό­μως δε ση­μαί­νει ό­τι η ι­στο­ρί­α θα στα­μα­τή­σει να γρά­φε­ται. Θα συ­νε­χί­ζει με έ­ναν και­νούρ­γιο τρό­πο γρα­φής, με βί­ντε­ο με ψη­φια­κές μη­χα­νές με ί­ντερ­νετ, χω­ρίς τα αρ­γά και να­νου­ρι­στι­κά λό­για του
παπ­πού και της για­γιάς.