Μοναστήρι – Βεργουβίτσα – Οι ρίζες


Η Ελ­λη­νι­κή οικο­γέ­νεια α­πο­τε­λού­σε πά­ντο­τε έ­να φά­ρο φω­το­δό­τη τής κοι­νω­νί­ας, του πο­λι­τισμού και της ι­στο­ρί­ας μας. Μέ­σα α­πό τους κόλ­πους της ξε­πή­δη­σαν ά­ξιοι ερ­γάτες τής γης, ε­πι­στή­μο­νες, τε­χνί­τες, ι­κα­νοί ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ες κ.ά. που με την προ­σω­πι­κή τους α­ξιο­σύ­νη, το α­νε­πα­νά­λη­πτο ή­θος και την αν­θρω­πιά τους συ­νέβα­λαν τα μέ­γι­στα στην ά­νο­δο του κοι­νω­νι­κού, οι­κο­νο­μι­κού και πο­λι­τι­σμι­κού ε­πι­πέ­δου της χώ­ρας μας.

Η οι­κο­γέ­νεια ως θε­σμός αλ­λά και ως σύμ­βο­λο, α­πο­τε­λεί στα­θε­ρά το ι­σχυ­ρό­τερο θε­μέ­λιο, την πιο στέ­ρε­η βά­ση της κοι­νω­νι­κής δο­μής και ορ­γά­νω­σης.
Α­ξί­ζει να ε­νη­με­ρώ­νε­ται σή­με­ρα η το­πι­κή κοι­νω­νί­α αλ­λά και η ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή για την προ­σω­πι­κή ι­στο­ρί­α Ελ­λη­νι­κών Οι­κο­γε­νειών που έ­βα­λαν τη δι­κή τους σφρα­γί­δα με την δρά­ση και την γε­νι­κό­τε­ρη κοι­νω­νι­κή τους πα­ρου­σί­α.
Ή­ταν κα­λο­καί­ρι του 1985 στη Βεργουβίτσα.

Η δροσιά τού πλάτανου στην πλατεία τού χωριού και το κρυ­στάλ­λι­νο νερό τής πηγής κάλεσε τους θαμώνες τού καφενείου να ξαποστάσουν από τον καυτό ήλιο. Τη μονοτονία τής κα­φε­νό­βιας συντροφιάς άλλαζε πότε - πότε κάποιος νέος επισκέπτης.
Κείνη τη μέρα βρέθηκε στη παρέα ο Γιώρ­γος Ρό­ζος με­τα­νά­στης α­πό την Αυ­στρα­λί­α που μετά από αρκετά χρόνια επισκέφτηκε τη γενέτειρά του.
Αρκετοί χωριανοί μαζεύτηκαν για να μάθουν τα νέα της ξενιτιάς καθώς και ο μπάρ­μπα Χρή­στος Σα­μα­ράς συγ­γρα­φέ­ας δύ­ο βι­βλί­ων για την το­πι­κή ι­στο­ρί­α.
Ο Χρή­στος Σα­μα­ράς βρί­σκο­ντας την ευ­και­ρί­α, του ά­ρε­σε πά­ντα να α­φη­γεί­ται ι­στο­ρί­ες α­πό τα πα­λιά και απ’ αυ­τές που έ­ζη­σε αλ­λά και απ’ αυ­τές που του δι­η­γή­θη­καν. Έτσι γνώ­ρι­ζε αρ­κε­τά για τις οι­κο­γέ­νειες της Βερ­γου­βί­τσας.
Η συ­ζή­τη­ση κεί­νη τη μέ­ρα, έ­φε­ρε στην κου­βέ­ντα τους Ρο­ζέ­ους της Βερ­γου­βί­
τσας και προ­σω­πι­κό­τη­τες της πα­λιάς ε­πο­χής. Έ­χο­ντας κι εγώ την ί­δια πε­ριέρ­γεια με τον μπάρμπα Χρή­στο για το κρυ­φό πα­ρελ­θόν και την ξε­χα­σμέ­νη ι­στο­ρί­α, α­πο­φά­σι­σα έ­στω και κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, να προ­σθέ­σω μερικές σε­λί­δες στην το­πι­κή μας ι­στο­ρί­α.
Τα λί­γα χει­ρό­γρα­φα του αείμνηστου Χ. Σαμαρά, μα­ζί με διά­φο­ρα έγ­γρα­φα, δια­θή­κες και πα­λαιά συμ­βό­λαια βο­ή­θη­σαν στην συγ­γρα­φή του βι­βλί­ου αυ­τού.
Με αφορμή τη διήγηση του μπάρμπα Χρήστου ΣαμαράΕί­ναι σω­στό να βρί­σκε­ται κά­ποιος να γρά­φει την ξε­χω­ρι­στή ι­στο­ρί­α του τό­που του, του χω­ριού του. Οι ξε­χω­ρι­στές αυ­τές α­να­δρο­μές στο πα­ρελ­θόν εί­ναι χρή­σι­μες, για­τί συ­ντε­λούν στην πο­λι­τι­στι­κή και κοι­νω­νι­κή α­νά­πτυ­ξη του τό­που, ώ­στε οι στερ­νοί να πα­ρα­δειγ­μα­τί­ζο­νται α­πό τους προ­γε­νέ­στε­ρους, που έ­δω­σαν έ­να πο­λύ­τι­μο «πα­ρόν». Απ’ αυ­τούς τους προ­γε­νέ­στε­ρους που ή­σαν σε­μνοί, φι­λο­σο­φη­μέ­νοι, σι­γο­μί­λη­τοι, που αν και α­γράμ­μα­τοι, ή­σαν δά­σκα­λοι της προ­ό­δου, του ω­ραί­ου και του η­θι­κού. Με την ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τά τους στό­λι­σαν τα χω­ριά με εκ­κλη­σί­ες, σχο­λεί­α, βρύ­σες, βι­βλιο­θή­κες κ.α.
Βλέ­πο­ντας ο κα­θέ­νας την ι­στο­ρι­κή πο­ρεί­α του χω­ριού του, βρί­σκει οι­κο­γέ­νειες που χά­θη­καν μέ­σα στο χρό­νο, αλ­λά η α­ξιο­σύ­νη τους στο χω­ριό α­ντα­να­κλού­σε στην Ελ­λά­δα που έ­φτια­ξε την Ευ­ρώ­πη και αυ­τή την Υ­φή­λιο.
Ό­ταν η η­λι­κί­α μου έ­φτα­σε σε ακ­μή (1925-1940) με κα­τεί­χε μια πε­ριέρ­γεια για το πα­ρελ­θόν, έ­τσι ο­δη­γή­θη­κα στο να δη­μιουρ­γή­σω έ­να φι­λι­κό κύ­κλο α­πό γέ­ρους που εί­χαν γεν­νη­θεί με­τα­ξύ 1845 και 1860 α­κού­γο­ντας τις ι­στο­ρί­ες των παπ­πού­δων τους, που ή­σαν α­γω­νι­στές του ’21. Ο κύ­κλος ε­κεί­νων των γε­ρό­ντων (ε­βδο­μη­ντά­ρη­δων - ο­γδο­ντά­ρη­δων και πα­ρα­πά­νω) μου φέρ­νει μια βα­θιά συ­γκί­νη­ση, για τις ι­στο­ρί­ες που μου λέ­γα­νε τις πα­λιές κεί­νες μέ­ρες. Έ­βλε­πες ε­κεί­να τα γε­ρό­ντια που ’ξε­ραν μό­νο α­νά­γνω­ση και γρα­φή – ό­χι κι ό­λοι τους – να σε κου­βε­ντιά­ζουν μ’ έ­να γλυ­κό χα­μό­γε­λο και στις ε­ρω­τή­σεις μου ά­κου­γα τις σταθ­μι­σμέ­νες γνώ­μες τους και τις κρυ­στάλ­λι­νες συμ­βου­λές τους. Γε­νι­κά ή­σαν άν­θρω­ποι που τι­μού­σαν την κοι­νή γε­νέ­τει­ρα με το υ­ψη­λό τους ή­θος.
Με την α­να­δρο­μή αυ­τή στο πα­ρελ­θόν, έμαθα για πολ­λές οι­κο­γέ­νειες που συ­νέ­δρα­μαν στην ι­στο­ρί­α του τό­που μας και των οποίων η φή­μη η­χεί μέ­χρι σή­με­ρα.
Συμ­με­τεί­χαν στην ε­πα­νά­στα­ση του ’21 προ­σφέ­ρο­ντας, τό­σο τις πο­λε­μι­κές υ­πη­ρε­σί­ες τους, ό­σο και οι­κο­νο­μι­κές για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση του έ­θνους, ενώ συ­νέ­δρα­μαν στην πολι­τι­στι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή α­νά­πτυ­ξη α­φή­νο­ντας έρ­γα - μνη­μεί­α (εκ­κλη­σί­ες, σχο­λεί­α) στα χω­ριά τους και αρ­κε­τά άλ­λα, που σή­με­ρα βλέ­που­με και θαυ­μά­ζουμε.
Α­πό τις οι­κο­γέ­νειες αυ­τές, μί­α ξεχώρισε στη δια­κο­σά­χρο­νη πο­λυ­κύ­μα­ντη ι­στο­ρί­α του χω­ριού Βερ­γου­βί­τσα (Μο­να­στή­ρι). Α­πό πα­λιά, τα μέ­λη αυ­τής της οι­κο­γέ­νειας, ε­κτός α­πό τις πο­λε­μι­κές τους υ­πη­ρε­σί­ες, συ­ντέ­λε­σαν στην πνευ­μα­τι­κή ά­νο­δο των κα­τοί­κων και στο στό­λι­σμα του χω­ριού με α­πα­ραί­τη­τα έρ­γα με αντανάκλαση ό­χι μό­νο για την ε­πο­χή τους αλ­λά μέ­χρι και σή­με­ρα..
Αυ­τή εί­ναι η οι­κο­γέ­νεια των Ρο­ζέ­ων.