Η δη­μιουρ­γί­α των ε­πω­νύ­μων

Tο επώνυμο Rozos εμφανίζεται στην Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Αυτό το επώνυμο είναι το πιο ευρέως διαδεδομένο επώνυμο σε παγκόσμια κλίμακα. Κατέχει περίπου 1 στα 9.942.082 άτομα. Το επώνυμο βρίσκεται κυρίως στην Ευρώπη, όπου κατοικεί
 το 83% των Ρόζων.
Εκτός από την Ελλάδα, ο Ρόζος υπάρχει σε 15 χώρες. Είναι επίσης κοινό στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διαμένουν το 11% και στην Ισπανία, όπου και το 4%.Κα­τά την τουρ­κο­κρα­τί­α και τις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες με­τά την ε­πα­νά­στα­ση λί­γα ε­πώ­νυ­μα δια­τη­ρού­νταν α­πό τη μια γε­νιά στην άλ­λη. Συ­νή­θως, ό­πως συ­νέ­βαι­νε και στην αρ­χαιό­τη­τα, τα παι­διά έ­παιρ­ναν ως ε­πώ­νυ­μο το μι­κρό ό­νο­μα του πα­τέ­ρα τους σε πτώ­ση γε­νι­κή (π.χ. ο Γιάν­νης το παι­δί του Βα­σί­λη ο­νο­μα­ζό­ταν Γιάν­νης Βα­σι­λεί­ου. Ο Χρή­στος, το παι­δί του Α­πο­στό­λη, ο­νο­μα­ζό­ταν Χρή­στος Α­πο­στό­λου κ.λ.π.). Τρεις γε­νιές λοι­πόν συ­νή­θως εί­χαν τρί­α δια­φο­ρε­τι­κά ε­πώ­νυ­μα. Αν ο παπ­πούς λε­γό­ταν Α­να­γνώ­στης Α­θα­να­σί­ου, το παι­δί Βα­σί­λειος Α­να­γνώ­στου και το εγ­γό­νι Πέ­τρος Βα­σι­λεί­ου. Απ’ αυ­τό α­ντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς πό­σο δύ­σκο­λη εί­ναι η α­να­ζή­τη­ση του οι­κο­γε­νεια­κού δέν­δρου μιας οι­κο­γέ­νειας.
Α­κό­μα η με­τα­βο­λή του ε­πω­νύ­μου ή­ταν κα­θιε­ρω­μέ­νη στις οι­κο­γέ­νειες των ιε­ρέ­ων (π.χ. τα παι­διά του ιε­ρέ­α Κων­στα­ντί­νου Α­θα­να­σό­που­λου έ­παιρ­ναν το ε­πώ­νυ­μο Πα­πα­κων­στα­ντί­νου, τα παι­διά του ιε­ρέ­α Χρή­στου έ­παιρ­ναν το ε­πώ­νυ­μο Πα­πα­χρι­στό­που­λος).
Ε­πί­σης τα ο­νό­μα­τα που εί­χαν οι άν­θρω­ποι τις πα­λαιό­τε­ρες ε­πο­χές ί­σως χα­ρα­κτή­ρι­ζαν αυ­τούς και α­πό το ε­πάγ­γελ­μα που έ­κα­ναν, από την προ­έ­λευ­σή τους (άλ­λο κρά­τος - φυ­λή), τον χα­ρα­κτή­ρα τους κ.τ.λ. Α­πό πλη­ρο­φο­ρί­ες που πή­ρα­με α­πό το κέ­ντρο α­να­ζή­τη­σης της Ι­στο­ρί­ας – τμή­μα ε­πω­νύ­μων – των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών Α­με­ρι­κής, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι το ό­νο­μα «Ρό­ζος» περισσότερο στην Ελ­λά­δα. Επίσης, ο­νό­μα­τα ό­πως Rozo(s) υ­πάρ­χουν στην Κα­λα­βρί­α της Νό­τιας Ι­τα­λί­ας, πε­ριο­χή που κα­τοι­κεί­το α­πό Έλ­λη­νες και χα­ρα­κτη­ρί­ζει αυ­τούς που καλ­λιερ­γού­σαν τρια­ντά­φυλ­λα (roza). (H ερ­μη­νεί­α της λέ­ξης «ρό­ζος» στην Ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, ση­μαί­νει το σκλη­ρό ε­ξό­γκω­μα του ξύ­λου.
Τέ­λος, άλ­λα ο­νό­μα­τα πι­θα­νόν χα­ρα­κτή­ρι­ζαν την προ­έ­λευ­ση των αν­θρώ­πων, που ί­σως εί­χαν ρί­ζες α­πό κά­ποιο άλ­λο λα­ό, π.χ. το ε­πώ­νυμο Σερ­βές (Σέρβος), το ε­πώ­νυ­μο Ι­σπα­ναί­ος - ε­ξέ­χουσας οι­κο­γέ­νειας α­πό την Α­ρά­χο­βα που τώ­ρα έ­χει γί­νει Σπα­νός - δη­λώ­νει την κα­τα­γω­γή «Ι­σπα­νός», το ε­πώ­νυμο Δε­λού­κας που πα­ρέρ­χε­ται α­πό την ε­πο­χή των Φρά­γκων και εί­ναι σύν­θε­το απο­τε­λού­με­νο α­πό δύ­ο μέ­ρη Ντε – Λού­κας, κ.λ.π..
Το ό­νο­μα Ρό­ζος το συ­να­ντά­με σε πολ­λά μέ­ρη της Ελ­λά­δας, στο Μέ­τσο­βο, στο Πόρ­το Χέ­λι, στο Αί­γιο, στην Πά­τρα κ.λπ. Η οι­κο­γε­νεια­κή πα­ρά­δο­ση λέ­ει, ό­τι πο­λύ πριν την ε­πα­νά­στα­ση τού ’21 οι Ρο­ζέ­οι ήλ­θαν α­πό την πε­ριο­χή του Με­τσό­βου της Η­πεί­ρου στην Βερ­γου­βί­τσα. Αυ­τό έ­χει μια λο­γι­κή αιτιολόγη­ση, α­φού στο Μέ­τσο­βο υ­πάρ­χουν σή­με­ρα πολ­λοί Ρο­ζέ­οι. Μά­λι­στα, πριν με­ρι­κές δε­κα­ε­τί­ες, δή­μαρ­χος του Με­τσό­βου ή­ταν κά­ποιος Γε­ώρ­γιος Ρό­ζος.
Ε­δώ α­ξί­ζει να δι­η­γη­θού­με μια ι­στο­ρί­α σχε­τι­κή με το Μέ­τσο­βο.
Κά­ποιο κα­λο­καί­ρι (το ’70 ή το ’71) βρέ­θη­κε στο Μέ­τσο­βο ο Πα­να­γής Αγ­γ. Ρό­ζος α­πό την Αι­γεί­ρα. Ό­ταν έ­μα­θε ό­τι ο Δή­μαρ­χος του Με­τσό­βου λε­γό­ταν Ρό­ζος α­πο­φά­σι­σε να πά­ει να τον συ­να­ντή­σει. Ο δή­μαρ­χος τον δέ­χτη­κε με εν­δια­φέ­ρον στο γρα­φεί­ο του και εί­παν τις ι­στο­ρί­ες τους για τους Ρο­ζέ­ους. Μό­λις άρ­χι­σε να δη­μιουρ­γεί­ται έ­να πο­λύ κα­λό φι­λι­κό πε­ρι­βάλ­λον, ο Πα­να­γής δεν ά­ντε­ξε και του έ­κα­νε μια ε­ρώ­τη­ση : “Δή­μαρ­χε ό­λα κα­λά και ω­ραί­α με τους Ρο­ζέ­ους, αλ­λά ε­μείς ε­κεί κά­τω στην Α­χα­ΐ­α εί­μα­στε Δη­μο­κρα­τι­κοί, ε­σύ πως και εί­σαι με αυ­τούς;” (Ή­ταν πε­ρί­ο­δος της δι­κτα­το­ρί­ας και οι Δή­μαρ­χοι ή­ταν διο­ρι­σμέ­νοι του καθεστώτος). Ο Δή­μαρ­χος δεν μί­λη­σε, πα­ρά σή­κω­σε το τη­λέ­φω­νο. Ο Πα­να­γής πά­γω­σε νο­μί­ζο­ντας ό­τι κα­λού­σε την α­στυ­νο­μί­α. Οι μο­να­δι­κές λέ­ξεις που ά­κου­σε να λέ­ει ο δήμαρ­χος στον ά­γνω­στο συ­νο­μι­λη­τή του ή­ταν: “έ­λα Βαγ­γέ­λη, εί­σαι σπί­τι, θα έλ­θω με έ­ναν φί­λο”. Ο Πα­να­γής ξα­λά­φρω­σε αλ­λά και α­πό­ρη­σε. Σε λί­γο, οι δυο τους διά­βαι­ναν την πόρ­τα ε­νός πα­λιού αρ­χο­ντι­κού. Στο σα­λό­νι τους περί­με­νε ο Ευάγ­γε­λος Α­βέ­ρωφ, ο ο­ποί­ος α­νέ­λα­βε να ε­ξη­γή­σει στον μα­κρι­νό «συγ­γε­νή» του φί­λου Δη­μάρ­χου, ό­τι δέ­χτη­κε να γί­νει ο Ρό­ζος δή­μαρ­χος, για να μην πά­ει κά­ποιος άλ­λος που θα έ­κα­νε ζη­μί­α στο Μέ­τσο­βο.